Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Ο πιστικός χαράημερα και με τ' αηδόνια τώρα Αρμέει και βγάζει απ' το μαντρίτα πλάϊα το κοπάδι, Και κάθεταιένα τσουγγρί και λέει γλυκό τραγούδι. Το λέει με τη φλογέρα του, το λέει με τη φωνή του.

ω μάγισσα που μιαν αυγή πεθαίνει στο όνειρό σου, ξύπνα στο φως νέο όνειρο που ξεχειλίζει εμπρός σου, ξύπνα στο φως που γύρω σου τους ίσκους, δες, σκορπίζει, στο νέο το φως που τα νερά με κρίνους τα γεμίζει, στο φως που λάμπει ολόφεγγο και στου κισσού τα φύλλα κι άνθη τού πλέκει στα κλαδιά και τα πλουμά με μήλα, στο νέο το φως που πλημμυρά ξανθό καρπό το αμπέλι, στο νέο το φως που αδάκρυτα τα μάτια σου τα θέλει· ω μάγισσα, στη θεία χαρά, στο θείο ξύπνα αιθέρα που λαχταρά του γέλιου σου τ' αηδόνια η νέα ημέρα!

Οπού ξυπνούν η πέρδικες και κελαϊδούν τ' αηδόνια! ...

Κι άξιζε σταλήθεια να ονειρεύεται τόμορφο το χωριό, γιατί, άφησε που τα σπίτια του στέκουνταν το καθένα και στο περιβόλι του μέσα μέσα, άφησε που τρεχάμενα νερά το δρόσιζαν κι ακούραστα αηδόνια το γλέντιζαν, είταν κ' οι κάτοικοί του πιο ανοιχτόκαρδοι από τους χωριανούς του Παυλή, γεννημένους σε τόπο πιο γυμνό και πιο βουνήσιο, που λεμονιά κι α φύτρωνε, μήτε να φουντώση μήτε να λουλουδίση δε δύνουνταν.

Ο ουρανός της χάρισε για ενθύμησι 'ςτά μάτια Τη γαλανή την όψι του, τ' αηδόνια τη λαλιά τους, Τα κυπαρίσσια, η λιγαριαίς τώμορφο το κορμί τους, Η βρύσες τη δροσούλα τους, οι ανθοί τα ονείρατά τους.

Να περπατούμε της ερμιαίς, τ' απάτητά τα δάση, Πούναι τα γάργαρα νερά, τ' αμάζευτα λουλούδια, Που κελαϊδούν ανύποπτα η πέρδικες, τ' αηδόνια. Από τον κόσμο να χαθή, να σβύση τ' όνομά μας, Κι' ο κόσμος πάλι να χαθή, να σβύση απ' την καρδιά μας. Κ' η ταιριασμένη αγάπη μας νάν' ένας κόσμος άλλος. Να πάρουμ' από της μυρτιαίς, να πάρουμ' απ' της δάφναις. Να πλέξουμε μια χαμηλή μόνο για εμάς καλύβα.

Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.

Είχε τη χάρη της αυγής, της χρυσοστολισμένης, Σίντας προβαίνη ασύννεφη ψηλά στα κορφοβούνια, Κι’ όταν την έπιανε ο καημός κι’ αρχίναε το τραγούδι, Στέκονταν όλοι μ’ ανοιχτό το στόμα για ν’ ακούσουν, Κι’ από τη ζήλια την πολλή βουβαίνονταν τ’ αηδόνια.

Και μια φαρμακωμένη αυγή μώρχετ' ένας δικός της, Και παίρνει το κοπάδι της και πάει κι' αυτός και φεύγει Ακαρτεράω ακόμα εγώ, ναρθή μια μέρα η κόρη, Για να της πω το ντέρτι μου, τον πόνο της αγάπης. Είπα 'ς τ' αστέρια τ' ουρανού, 'ς της νύχτας το φεγγάρι, 'Στον ήλιο τον χρυσόλαμπρο, 'ςτ' αηδόνια και 'ςτ' αγέρι Να μου την φέρουν μιαν αυγή, και δεν μ' ακούει κανένα.

Τότε ο Έφις πετάχτηκε επάνω, τον έπιασε από τους ώμους και του ψιθύρισε στο αυτί: «Κλέφτη!» Ο Τζατσίντο είχε την αίσθηση ότι τον άρπαξε ένα όρνιο∙ άνοιξε τα χέρια και το γράμμα έπεσε καταγής. Κεφάλαιο έβδομο Με το ξημέρωμα ο Έφις ξεκίνησε για το χωριό. Τα αηδόνια τραγουδούσαν και όλη η κοιλάδα είχε πάρει ένα χρυσαφί χρώμαένα γαλάζιο χρυσαφί από την αντανάκλαση του φωτεινού ουρανού.

Λέξη Της Ημέρας

προστρέχανε

Άλλοι Ψάχνουν