United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σήμερις που η γλωσσολογία, σπουδάζοντας από πιο κοντά τα καθέκαστα, κατάλαβε πως υπάρχουνε αθρώπινες λαλιές, όσες υπάρχουνε κι αθρώποι, πως με το κάθε άτομο κ' η λαλιά θαλλάξη, αφού δεν έχουμε ο καθένας μας μήτε το ίδιο στόμα, μήτε τα ίδια δόντια, μήτε την ίδια γλώσσα κτλ., κι ωςτόσο με τη γλώσσα, με τα δόντια, με το στόμα κτλ., μορφώνουμε τους ήχους, δηλαδή τη λαλιά μας, σήμερις λοιπόν μπορεί να πούμε πως κάθε συλαλιά είναι πράμα τεχνητό, πως άρα μιλούνε μαζί ας είναι και δυο νομάτοι, πάντα ο ένας θα πάρη κάτι από τον άλλονε, πάντα θα πασκίση στην κουβέντα κάπως ναπομιμηθή και ξένη λαλιά.

» Σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα σου « Τώρα, κι' τη λαλιά σου, « Σ' εγνώρισα, μανούλα μου, « Σ' εγνώρισα, γλυκειά μου, » Σ' εγνώρισα, και χαίρεται « Η θλιβερή καρδιά μου, « Μάνα μου. Τώρα ρώτα με » Για τάλλα τα παιδιά σου.

Ειδέ τα πλήθη εγώ να πω και ναν τα νοματίσω, κι' αν είχα δέκα στόματα και γλώσσες δε μπορούσα, κι' αν άσπαστη είχα τη λαλιά και σίδερο τα στήθια. 490 Όμως θα πω τους αρχηγούς και χώρια κάθε αρμάδα.

Είναι η φωνή του Περικλή, Εκείνου η λαλιά. Έψαλλεν ο ταλαίπωρος, Κ' εμέμφετο βαρέως, Νεάνιδα αναίσθητον Κ' εστέναζε βαθέως, Με δακρυσμένον, θολερόν, Ρεμβώδη οφθαλμόν. Συνωφρυώθη αιφνηδόν Το γαύρον μέτωπόν του, Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν Ωχρόν το πρόσωπόν του, Κ' εκτύπα η καρδία του Τον έσχατον παλμόν. Αλλοίμονον!

Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει

Ούτε καπνός, σημείον ζωής παρήγορον, αλλ' ούτε και λαλιά μαρτύριον οικισμού ανθρώπων. Παρά τας τεθραυσμένας των οικιών θυροσανίδας εφύτρωσαν αγριοσυκαί, τας ηρειπωμένας κλίμακας απέφραξαν αι μολόχαι και τα ακανθωτά ζοχάρια, μόλις δε από των λίθων και των χωμάτων, με τα οποία τα χαλάσματα αποφράττουσι τους δρομίσκους της δύνανται να διέλθωσιν οι όφεις και οι άγριοι ποντικοί.

«Δόξα στο βασιλιά», έκραξε κοντά του, «δόξα στο βασιλιά», κάποια λαλιά, «δόξα στο βασιλιά», το πήραν κάτου το πλήθη του λαού μακριά πλατιά. «Αυτό θέλει η βουλή που βασιλεύει ψηλά και κυβερνά ουρανό και γη και στέλνει εδώ τον έναν να δουλεύη κι άλλον όσους δουλεύουν να οδηγή.

Η Ελπίδα έλεγε το μυρολόι της σιγά και ταπεινά, σα βρυσούλα που κλαίει την ερμιά της μέσ' στο δάσος. Τα λόγια της ήταν απλά και συνειθισμένα· μα τους έδινε τέτοιο αίσθημα η λαλιά της που τάκανε ουρανοκατέβατα. Ο πόνος πάλαιβε με το πάθος και το πάθος με το θρίαμβο μέσα τους.

Πώς ήθελα να ζήσω να τακούσω! Πώς ήθελα να ζήσω να το ιδώ! Από κάθε άκρη Ελληνική θακούσουν τη Λαλιά του την Αθάνατη. Νεκροσαβανωμένοι τότε θα τρέξουν γύρωθέ του οι Φαρισαίοι κ' οι Γραμματικοί. Αλαφιασμένοι θα τόνε ρωτούνε, μωροθάμαστοι. Βαμμένοι, μιαροί θενά ζητούν να τον καταπετρώσουν.

« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξατο πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μεςτα δάκρυα Να πλημμυρή.