Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025
Ο ουρανός της χάρισε για ενθύμησι 'ςτά μάτια Τη γαλανή την όψι του, τ' αηδόνια τη λαλιά τους, Τα κυπαρίσσια, η λιγαριαίς τώμορφο το κορμί τους, Η βρύσες τη δροσούλα τους, οι ανθοί τα ονείρατά τους.
Ανάμεσα στα φύλλα του φουντωτού φτελιά, Του δροσερού Πλατάνου, μ' ασίγητη λαλιά, Το καλοκαίρι όλο ο Τζίντζιρας περνάει, Λαλόντας πάσα ημέρα, μήτ' άλλο μεριμνάει. Ο Μύρμηγκας ωστόσο σ' αδιάκοπη δουλιά, Θροφή για το χειμώνα συνάζει στη φωλιά.
Πρώτη φορά θωρούσαν τον κόσμο κ' ήθελαν όλα να τα πούνε, να τα πουν όλα με μιας. Οι μεγαλοπολίτες όμως λαλούσαν τη γλώσσα που λαλούνε στους κάμπους και στα βουνά. Έτσι, λέω, να το πιάσουμε και μεις γιατί κ' η ψυχή της Ρωμιοσύνης πώς θα κάμη, πώς θα φανή, αν της σηκώσουμε τη φυσική λαλιά της; Φτάνει να μας αφήσουν ήσυχους οι δασκάλοι και να μη χαλνούν τη γλώσσα του κάμπου και του βουνού.
Οι εμπαιγμοί κατά του Ιησού. — Η αυλή του Αρχιερέως. — Αι αρνήσεις του Πέτρου. — «Η λαλιά σου δήλον σε ποιεί». — Το βλέμμα του Ιησού. — Η μετάνοια του Πέτρου. — Αι ύβρεις των υπηρετών. — Η τρίτη φάσις της δίκης. — Ο Ιησούς λύει την σιωπήν. — Η καταδίκη.
ΔΑΦΝΙΣ Το μουγκρυτό του μοσχαριού γλυκό, και της 'γελάδας, και της φλογέρας η λαλιά γλυκειά, και του βουκόλου, όλα γλυκά, κ' εγώ γλυκά, γλυκά θα τραγουδήσω.
Εφαίνετ' όλη η φύσις Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της. Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι, Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.
Κι' αφτοί τριγύρω αμέσως στον ομορφόχτιστο βωμό αράδιασαν τα βόδια, κι' έπειτα χερονίφτηκαν και πήραν τα κριθάρια. Τότες παράκληση άρχισε ο Χρύσας ναν τους κάνει 450 με δυνατόφωνη λαλιά και χέρια σηκωμένα «Άκου με, αργυροδόξαρε, εσύ που διαφεντέβεις την Κίλλα με το τόσο βιος και το νησί της Χρύσας, και που φυλάει την Τένεδο τ' ανίκητό σου χέρι.
Μα τι θα πη Phonetik; Για να το νοιώση κανείς, πρέπει να ξέρη τα ελληνικά, τα βαθιά μάλιστα, γιατί τότε μόνο θα μάθη πως φωνή θα πη λαλιά . Λοιπόν οι Γερμανοί, πολύ φρόνιμα και πολύ μεθοδικά , τον άλλαξαν τον όρο, και τη Phonetik την είπανε Lautlehre, με δυο λέξες που η καθεμιά είναι από τις πιο κοινές, τις πιο πρόστυχες και που από τις δυο μαζί ζεβγαρωμένες, βγαίνει αμέσως νόημα για τον καθέναν.
Τι δόντια πια δε δείχνει εκεί Διομήδικο κοντάρι, 75 γύρω δεν άκουσα να βγει λαλιά οχ τον Αγαμέμνο, το σκύλο αφτό τον άπιστο· μα ο Έχτορας θα σκάσει απ' τ' άπαφτο λες σκούξιμο, που στέλνει Τρώες γύρω παντού, και μες στον κάμπο αφτοί κάθε Αχαιό σαρώνουν. Μα τρέξε — πρέπει — Πάτροκλε, να σώσεις την αρμάδα 80 απ' τη φωτιά, μην τους καεί και πια δε δουν πατρίδα.
Δε θα ξανακούσω πάλε τη λαλιά της; Αγριέβουμαι μέσα στη μοναξιά. Να την πάλε που βγήκε, που πήγε απάνω στο Σταβροδρόμι, που μ' αφίνει. Λέλα μου, Λέλα, είναι μια γλύκα τόνομά σου. Πότε θα σ' αρπάξω να φύγω, να πάμε μακριά οι δυο μας μαζί; Να ξαπλώση από πάνω μας o ουρανός τη γαλανή του τη φορεσιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν