United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Στήν ποταμιά της Σαλαμπριάς τρεις νιοι τρεις αντρειωμένοι, Ο Γιάννης ο Πλανόγιαννος, ο Πάνος Πλατανιώτης, Και το μικρό Αρχοντόπουλο αντάμα τρων και πίνουν, Αντάμα έχουν και τάλογα σε μια ταγί δεμένα, Σε μια ταγί σ' ένα δεντρί, σ' ένα παλιό πλατάνι, Του Γιάννου το σιδερικό σκάφτει μανό το χώμα Με τα χονδρά του πέταλα κι' ολόγυρα λιθάρια Και σβόλους χώματα σκορπάει, του Πλατανιώτη ο μαύρος Στο στόμα με τη γλώσσα του το χαλινό του δέρνει Κι' αφρούς χύνουν τα ορθούνια του κι' όλο βαριά φρυμάζει, Το δούριο τ' Αρχοντόπουλου το δέντρο αναταράζει Κι' αυτιάζεται παράξενα και χλιμιντράει με ζόρι.

Κι' ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.

Εκεί λημέριαζαν οι αντρειωμένοι, ρίχνανε το λιθάρι, πάλευαν για την Πεντάμορφη και της Κάτω γης ο γιος ανέβαινε να χαροκοπήση. Ό,τι πης πράμαθάμα εκεί πάνου ήτανε. Το σπιτάκι βρέθηκε χτισμένο στο σύνορο. Έσμιγε και χώριζε το μετόχι του Ευμορφόπουλου από το μετόχι του Χαγάνου. Η αυλή του έπαιρνε κι από τους δυο.

Οι δύο ποιμένες ένθεν και ένθεν του παιδίου κουκουλωμένοι διά το ψύχος και στηριζόμενοι επί των ποιμενικών ράβδων άνω της ποθητής χύτρας ηκροώντο εν κατανυκτική χαρά του άσματος: Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα! Πρώτη γιορτή του Χρόνου! Εβγάτε, ακούστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι' αναθρέφεταιτο γάλα καιτο μέλι. Το γάλα τρων' οι Άρχοντες το μέλι οι αντρειωμένοι.

Κι ακολουθούσε από κοντά συγκρατούμενη η λεβεντιά των χωριών, αντρειωμένοι παλληκαράδες και ροδοπρόσωποι, που τους τραγουδούσαν· γιατ' οι Αρβανίτες δεν ήξεραν τα ρωμέικα τραγούδια να ειπούν, και το χορό πώσερναν, τον έσερναν κι αυτόν μηχανικά κι όπως ήθελαν. Κ' έφερνε κάθε τόσο τους γύρους της από στόμα σε στόμα η πλόσκα με το κρασί, σα να χόρευε κι αυτή ανάμεσα στους πανηγυριστάδες.

Εφαίνετ' όλη η φύσις Λουλούδι χωρίς μυρωδιά, κόρη γλυκειά, πανώρηα Όπου εγεννήθηκε βουβή κι' όπου την παραστέκει Η μαυρισμέν' η μάνα της να ιδή μην ξεχαράξη Μαζύ μ' ένα χαμόγελο ’ς τα χείλη κ' η λαλιά της. Αστράφτουνε, λαμποβολούν τριγύρω ’ς τη Δαμάστα Άλλοι στρωμένοι κατά γης, άλλοι το διπλοπόδι, Περήφανοι, σιωπηλοί, τρακόσιοι αντρειωμένοι.

Άταχτοι καθώς είπαμε κι αγύμναστοι αυτοί, αντρειωμένοι όμως και παλικαράδες, που ανεκατέβοντάς τους με τέχνη οι δικοί μας τους έκαμναν πολύ χρήσιμους. Λογαριάζουν πως ο στρατός του Ιουστινιανού ανέβαινε ως 150 χιλιάδες περίπου. Είπαν και πιώτερους μα δεν είναι βέβαιο.

Να κοιμηθής γλυκά-γλυκά γιατ' είσαι αποσταμένος, Και σαν ερθούν ταδέρφια μου τον κόσμου οι αντρειωμένοι, Πέρνεις τα Μήλα τα Χρυσά και φεύγειςτην καλή σου. Κοιμάται. Κ' η Πεντάμορφητα παραθύρια βγαίνει, Παίρνει 'ςτό χέρι αργόχειρο και γλυκοτραγουδάει. Να κι' άξαφνα ξαγνάντεψαν τ' αδέρφια της 'ςτόν κάμπο, Κι' απαρατάει τ' αργόχειρο και πάει και τους προφταίνει.