United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σταίνουν αράδες τ' άλογα, και βγαίνουνε απ' τ' αμάξια, έπειτα βγάζουν τ' άρματα κι' εκεί τ' αφίνουν χάμου, σιμά κι' οι διο, και λίγη γης τους χώριζε στη μέση. 115 Κι' ο Έχτορας τότε έστειλε διο κράχτες μες στη χώρα να φέρουν γλήγορα τ' αρνιά, το γέροντα να κράξουν.

Η αδερφή του η μεγάλη, το Κυρατσώ, τον πείραζε. — Καλά έκανες και δεν παντρεύτηκες, Μοναχάκη. Θα σε χώριζε η γυναίκα σου... Στον καφενέ το ίδιο. Κάτω στο γιαλό ήταν ο καφενές του Καπετάν- Πεφάνη. Μια φορά, στον καλό καιρό, ήτανε ανεμόμυλος.

Αι δε τέχναι πάλιν αι σχετικαί με την οικοδομικήν και όλην την χειροτεχνίαν δεν έχουν κάπως σύμφυτον με τας πράξεις την επιστήμην, και από κοινού τελειόνουν τα σώματα, τα οποία αυταί φέρουν εις την ύπαρξιν, ενώ προηγουμένως δεν υπήρχαν; Νέος Σωκράτης. Τι άλλο βεβαίως; Ξένος. Με αυτόν τον τρόπον λοιπόν χώριζε όλας τας επιστήμας εις δύο, και το έν μέρος ονόμασέ το πρακτικήν, το δε άλλο θεωρητικήν.

Εκεί λημέριαζαν οι αντρειωμένοι, ρίχνανε το λιθάρι, πάλευαν για την Πεντάμορφη και της Κάτω γης ο γιος ανέβαινε να χαροκοπήση. Ό,τι πης πράμαθάμα εκεί πάνου ήτανε. Το σπιτάκι βρέθηκε χτισμένο στο σύνορο. Έσμιγε και χώριζε το μετόχι του Ευμορφόπουλου από το μετόχι του Χαγάνου. Η αυλή του έπαιρνε κι από τους δυο.

Ύστερα άλλαξε το σκοπό: «Τι να σου στείλω, Ξένε μου, τι να σου προβοδήσω; «Να στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει, «Να στείλω σου τα δάκρυα μου σ' ένα χρυσό μαντήλι.. «Τα δάκρυα μου είναι καφτερά και καίνε το μαντήλι.. Και με την ύστερη λέξη αυτού του τραγουδιού έπεσε σε βαθειά νάρκη. Μια ώρα ακέρια πέρασε, που βαρυοκοιμώνταν στην αγκαλιά του Ύπνου, που μια τρίχα, τη χώριζε από τον θάνατο.

Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένουςτο αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτέβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.

Χαιρετήστε τον από μέρος μου και μείνετε μια μέρα μονάχα κοντά του. — Βασιληά, θα την πάω αύριο. — Ναι, αύριο την αυγή». Σε μεγάλη συγκίνησι βρίσκεται ο Τριστάνος. Από το κρεββάτι του έως το κρεββάτι του Βασιληά Μάρκου τόνε χώριζε απόστασις κονταριού. Τρελλή επιθυμία τον έπιασε να μιλήση της Βασίλισσας, κι' αποφάσισε αν κατά την αυγή κοιμώτανε ο Μάρκος, να την πλησιάση. Α! Θεέ! Τι τρελλή σκέψις.

Νέος Σωκράτης. Βεβαιότατα. Ξένος. Αφού λοιπόν τούτο αρκετά απεχωρίσθη από εκείνα με την χαρακτηριστικήν διαφοράν της ετερότητος και της ταυτότητος, δεν είναι τόρα πάλιν ανάγκη να το διαιρέσωμεν και αυτό, μήπως εύρωμεν εις αυτό καμμίαν εύκολον διχοτόμησιν; Νέος Σωκράτης. Πολύ μάλιστα. Ξένος. Και όμως νομίζω ότι ευρίσκομεν. Εμπρός λοιπόν ακολούθει και χώριζε μαζί μου. Νέος Σωκράτης.

Ήξερε την αμάχη που χώριζε παλαιούθε τους Θεομίσητους με τους Μορφόπουλους. Πριν ακόμα καταιβούν οι δικοί του σε τούτα τα χώματα, οι Θεομίσητοι σαν όρνια λιμασμένα είχαν αφανίσει τον τόπο. Μεγάλη τους ήταν η απονιά και μεγαλείτερη η αχορταγιά τους.

Με όλη τη μεταξύ μας τρυφερότητα και συνεννόηση υπήρχε αυτή την εποχή ανάμεσα εμέ και της γυναίκας μου κάτι που μας χώριζε. Δεν ερχότανε από θεωρητική διαφορά στις γνώμες. Δεν είταν ακόμα τέτοιας φύσης, που να μας εμποδίζη να είμαστε πάντα μαζί και να χαίρεται ο ένας τον άλλον. Είταν απλούστατα μια διαφορά στον τρόπο που έπαιρνε ο καθένας μας ό,τι έγινε κι ό,τι γινότανε μεταξύ μας.