Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Επειδή δε ήτο κατεσκευασμένος κατά την παροιμίαν πολυτεχνίτης και ρημοσπίτης, μόνος του — ήξευρε και ολίγην μαραγκωσύνην — επιδιώρθωσε την λέμβον, χαρίσας την πίπαν εις τον δασοφύλακα, όστις τον άφησε να κόψη κρυφά εκ του δάσους δύο πεύκα, και εκράτησεν αυτός μόνον το κασκέτο, το οποίον εφόρει πάντοτε, επωνομασθείς διά τούτο «Ολλαντέζος». Πλην δεν ήτο διόλου τυχηρός ως κυβερνήτης.
Έπειτα πήρε το σπαθί που χώριζε τους αγαπημένους — το αναγνώρισε, ήτανε το ίδιο σπαθί που είχε σπάσει μέσ' το κεφάλι του Μόρχολτ — έβαλε στη θέσι του το δικό του, βγήκε από την καλύβα, πήδησε στο άτι του, και είπε στο δασοφύλακα. «Δίνε του τώρα, κι' αν μπορής κύττα να γλυτώσης το τομάρι σου». Στον ύπνο της η Ιζόλδη είχε δη μιαν οπτασία: βρέθηκε σε μια πλουσία σκηνή, στη μέση μεγάλου δάσους.
Η Ιζόλδη χάιδεψε το Χουσδάν με το χέρι και είπε: «Λυπηθήτε τον, άρχοντα! Άκουσα άλλοτε να μιλούν για έναν Ουαλλό δασοφύλακα που είχε συνηθίσει το σκύλλο του ν' ακολουθή χωρίς γαυγητά τα ίχνη των πληγωμένων ελαφιών. Φίλε Τριστάνε, τι χαρά αν κατωρθώναμε, σιγά-σιγά με υπομονή, να γυμνάσουμε έτσι τον Χουσδάν!» Σκέφτηκε μια στιγμή, ενώ ο Χουσδάν έγλυφε τα χέρια της Ιζόλδης.
Πώς θα εκδικηθή εκείνους που τον ατίμασαν!... Στον Κόκκινο Σταυρό, ηύρε το δασοφύλακα. «Τράβα μπροστά. Πήγαινέ με γρήγορα, γρήγορα, γραμμή». Ο μαύρος ίσκιος των δέντρων τους σκεπάζει. Ο Βασιληάς ακολουθεί τον κατάσκοπο. Έχει πεποίθησι στο σπαθί του που άλλοτε χτύπαγε τόσο καλά χτυπήματα! Α! Αν ξυπνήση ο Τριστάνος, ένας από τους δυο, ο Θεός ξέρει ποιος!, θα μείνη στον τόπο.
Το πρωί, ο Γκορνεβάλης πήρε από κάποιο δασοφύλακα το τόξο του και δυο καλοφτιαγμένα βέλη, και τάδωσε στον Τριστάνο, τον καλό τοξότη, που ξεπέταξε ένα ελάφι και το σκότωσε. Ο Γκορνεβάλης άναψε φωτιά από ξερά κλαδιά για να ψήση το κυνήγι. Ο Τριστάνος έκοψε φυλλώματα, έφτιασε μια καλύβα και τη σκέπασε με φύλλα.
Λοιπόν, Άρχοντες, όταν ο Περινίς γύριζε στο Τινταγκέλ, συνέβη να παρατηρήση μέσα σε κάτι δέντρα τον ίδιο δασοφύλακα που άλλοτε ανακάλυψε τους αγαπημένους, κοιμισμένους στην καλύβα, και τους πρόδωσε στο Βασιληά. Τώρα είχε σκάψει ένα λάκκο βαθύ, και τον εσκέπαζε προσεχτικά με φυλλώματα, για να πιάση λύκους κι' αγριογούρουνα.
Βγάζει το σπαθί και ορκίζεται ακόμη μια φορά πως ή θα τους σκοτώση ή θα σκοτωθή. Κάνει νόημα στο δασοφύλακα να γυρίση πίσω, και μόνος, κραδαίνοντας το γυμνό σπαθί, μπαίνει μέσ' την καλύβα. Α! τι πένθος αν χτυπήση... Αλλά βλέπει ότι τα χείλη τους δεν αγγίζουν.
Δεν είσαι πεια ασφαλισμένος στην καλύβα του δασοφύλακα. Φεύγα, φίλε. Ο Περινίς ο Πιστός θα κρύψη αυτό το σώμα στο δάσος, τόσο καλά που ποτέ δε θα μάθη τίποτα ο Βασιληάς. Αλλά συ, φεύγα απ' αυτόν τον τόπο, για τη σωτηρία τη δική σου και τη δική μου». Ο Τριστάνος είπε: «Πώς θα μπορέσω να ζήσω; — Ναι, φίλε Τριστάνε, είμαστε σα ραμμένοι κ' είμαστε σα δεμένοι σε μια ζωή, ο ένας με τον άλλο.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν