United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνον ειξεύρω ότι εύρισκε πάντοτε καλήν τροφήν δι' εμέ, και όταν εκοιμώμην μ' εσκέπαζε με τον επενδύτην του. Υποκάτω εις πυκνά φυλλώματα, μέσα εις τους θάμνους, όπου εκοιμώμεθα, μου ετοίμαζε πάντοτε την καλλιτέραν θέσιν διά κλίνην, και ενώ εκοιμώμην, πολλαίς φοραίς μοι εφαίνετο ότι έβλεπα την σκιάν του να με φυλάττη ορθία εις το πλάγι μου. Διότι αυτός είχε λογισμούς και αγρυπνούσε πάντοτε.

Τον ηυχαρίστησα και αφήσαντες την οδόν εισήλθομεν εις μίαν ατρωπόν χλωροφυτευμένην, η οποία μετά ημίσειαν ώραν πορείας εχάνετο εις ένα δάσος, το οποίον εσκέπαζε τους πρόποδας λόφου. Διεσχίσαμεν τα υγρά και σκοτεινά αυτά δάση, εκτάσεως δυο μιλίων περίπου, και ευρέθημεν έμπροσθεν του φρενοκομείου.

Οπόταν δε αυτή ήθελε να έμβη εις την καλύβαν διά να τελειώση την θυσίαν της εσήκωσεν ένα χρυσόν μανδήλι, που είχεν εις την κεφαλήν, και που της εσκέπαζε τους οφθαλμούς, το οποίον έως εκείνην τη ώραν με είχεν εμποδίσει να την γνωρίσω με όλον που ήμουν εκεί σιμά.

Τέλος πάντων ευρίσκει μίαν πολλά στενήν, εις την οποίαν εμβαίνοντας ευχαρίστησε τον Ουρανόν διά τούτην την χάριν, και περιπατώντας επλησίασεν έως τα πόδια ενός μεγάλου δένδρου, που ήτον εις το έμβασμα της πεδιάδος, το οποίον εσκέπαζε με τον ίσκιον του μίαν πηγήν από νερόν καθαρόν· είδεν ακόμη ολίγον ξέμακρα από εκεί και άλλα διάφορα δένδρα με διαφόρους μεγαλωτάτους καρπούς, και εκστατικός διά τούτην την ξάνοιξιν, έτρεξε διά να δώση την είδησιν του πατρός του και της μητρός του, που εχάρησαν μεγάλως που ο ουρανός άρχιζε να λαμβάνη ευσπλαγχνίαν διά τες δυστυχίες τους.

Ολοένα αριό και σπιθωτό, απαλό και μαλακώτατο, ολοένα αλαφρό και σπιρωτό, αγανό και ήμερο, άλλοτε πυκνό και γλίγωρο, άλλοτε αργό και πουπουλένιο, τόρα κατεβατό και ήσυχο, τόρα χυτό κι ομαλό, βουβό και κούφιο, και πάλι πλαγιαστό και ανεμισμένο έπεφτε· ολοένα έπεφτε το χιόνι απάνωθε, κι ολοένα τα παιδιά, χωμένα μέσα στην αρμονική χιονιά που εσκέπαζε τον κόσμον όλον ολοτρίγυρα, εμάχονταν, χωρισμένα σε δυο ανυπόταχτα στρατόπαιδα, — η Κατωρούγα η φοβερή με την αντρειωμένη Απανωρούγα.

Οι γονείς μου δεν θα μπορούν να με σκεπάσουν, αν το κάμω, ο μπάρμπα-Μοναχάκης θα μ' εσκέπαζε, και πολύ. Οξεία μάχαιρα έσχισε την καρδίαν του νέου. Εφαντάσθη ότι η νεαρά γυνή θα είχε χωρίς άλλο εραστήν εις την πατρίδα της. Δι' εκείνον λοιπόν έτρεχε, δι' εκείνον επεχείρει τον αλλόκοτον τούτον πλουν!

«Έτσι, είπαν μέσα τους, μια υπερφυσική μουσική εσκέπαζε το καράβι του Αγίου Βρεντάν όταν αρμένιζε κοντά στα Νησιά της Τύχης απάνω σε μια θάλασσα άσπρη όπως το γάλα». Πήραν τα κουπιά και τράβηξαν γρήγωρα για να φθάσουν τη βάρκα, που πήγαινε στην τύχη και τίποτα δε φαινότανε να ζη μέσα εκτός από τη φωνή της άρπας.

Στην αρχή από ντροπή να μην φανερωθή κ' επειδή προφυλάγονταν από το τομάρι, που τον εσκέπαζε, έμενε βουβός μέσα στ' αγκάθια. Μα όταν κ' η Χλόη κατατρομαγμένη, καθώς τον πρωτόειδε, εφώναζε το Δάφνη βοήθεια και τα σκυλιά ξεσκίζοντας το τομάρι εδάγκωναν το κορμί του, έκλαψε δυνατά και παρακαλούσε την κορασιά και το Δάφνη, που είχε πια φθάσει, να τόνε βοηθήσουν.

Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον.

'Σα χιονισμένος βράχος· Και το παχύ μουστάκι του, 'Σάν λόγκος απλωμένο, Εσκέπαζε το στόμα, που, 'Σα βρύσι ανοιγμένο, Έχυνε λόγους φλογερούς. Τέτοιος ο Τουρκομάχος· Τέτοιος εκείνος πρόβαλε. Το Διάκο χαιρετάει, Και λέγει: «Διάκο μ', αδελφέ, « Μεςτης Γραβιάς το χάνι » Εγώ σ' εξεδικήθηκα. » Εκεί οι Μουσουλμάνοι » Τους έκαμε ν' αφήσουνε » Πολλούς η γη να φάη.