Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Μόνον εκεί δεν έβρεχεν, ως εάν και ο καιρός συνεμάχει μετά των πολλών εναντίον των ολίγων, μετά των τυράννων εναντίον των τυραννουμένων. Οι δυστυχείς εκείνοι έκλαιον. — Θεέ μου, δεν υπάρχει λοιπόν δικαιοσύνη; Όλοι και όλα είνε εναντίον μας; Εάν από τις αμαρτίες μας βασανιζώμεθα, δεν είνε αρκετά τα όσα έχομεν υποφέρει; Ο καπνός της μάχης εσκέπαζε το Αρκάδιον, το οποίον εφαίνετο ως καιόμενον.
Σήμερα τούτο, αύριο εκείνο, σε όλες του της δουλειές ήτανε τέτοιος, αναποφάσιστος και τα καλά που είχε επήγαιναν σχεδόν χαμένα, γιατί τα εσκέπαζε το μεγάλο αυτό ελάττωμα. Και εις την τωρινή περίστασι, την πιο δύσκολη απ' όλες, τα έχει χαμένα.
Δεν μπορώ αλλοιώς να ζήσω. Καθώς το άκουσε, εντύθηκε στα μαύρα. Τόρα εννόησε το φίδι που την εκρυφοδάγκωνε τόσον καιρό. — Την τέχνη σου! λέγει· ναύτης θα πας να γένης· θα καταντήσης ναύτης πάλι! Ναι· ναύτης· δεν μπορώ. Με κράζ' η θάλασσα!... Μα πού εκείνη! Να μη το ειδή να μη το ακούση. Άρχισε τα δάκρυα, τα παρακάλια· ερριχνόταν απάνω μου, μ' έσερνε στους κόρφους της μ' εσκέπαζε με φιλιά.
Εγνώριζεν όμως ότι προ πολλού ο κτύπος του αργαλειού, ο οποίος άλλοτε τόσον τον συνεκίνει, είχε σιγήση και τα άνθη του παραθύρου είχαν παραμεληθή, πέπλος δε κατηφείας εσκέπαζε το σπίτι εκείνο, το οποίον τόσον εφαίδρυνεν άλλοτε η εύχαρις μορφή της Πηγής. Ενόμιζες ότι η απαισία φεσάρα του βλοσυρού γέροντος είχεν εκταθή εφ' όλου εκείνου του οικήματος και αποπνίξη πάσαν χαράν.
Αλλ' ο ξένος δεν ηρκέσθη εις το δείγμα τούτο της νεκροφανείας και ηθέλησε να ψαύση τον Τρέκλαν ίνα βεβαιωθή ότι ήτο πράγματι νεκρός. Διά σφοδρού κινήματος απελάκτισε την καπόταν, ήτις εσκέπαζε τον Τρέκλαν, και είδε τότε άνθρωπον συμμαζευμένον εν σχήματι καραβίδος ή τολύπης, όστις ήτο θερμός και έζη. Ο ξένος επανέλαβε την ερώτησίν του· — Ποίος είσαι;
Και ο συνετός ο κήρυκας τον άκουσε, κρυμμένος ως ήταν κάτω από θρονί, κ' εσκέπαζε το σώμα με νέο δέρμα βώδινο, τον χάρο ν' αποφύγη. πετάχθηκ' έξω απ' το θρονί, και το τομάρι εγδύθη, του Τηλεμάχου πρόφθασε τα γόνατα να πιάση, 365 και κείνον προσικέτευσε με λόγια πτερωμένα· «Ιδού με, ω φίλε· στάσου εσύ κ' ειπέ και του πατρός σου, 'ς την περισσή του δύναμι μήπως κ' εμέ πληγώση, από χολή 'ς τους βδελυρούς μνηστήραις, 'που αφανίζαν τα υπάρχοντά του, και οι μωροί σέν' εκαταφρονούσαν». 370
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν