United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δύο έτη έκλαιον εν τη νήσω του καπετάν Θοδωρή, η σύζυγος αυτού Γερακούλα και τέσσαρες θυγατέρες του, ωραίαι και ξανθόμαλλοι, δροσεραί ως αφρός της θαλάσσης κ' εύμορφοι ως μυρσίνης κλωνάρια.

Μόνον εκεί δεν έβρεχεν, ως εάν και ο καιρός συνεμάχει μετά των πολλών εναντίον των ολίγων, μετά των τυράννων εναντίον των τυραννουμένων. Οι δυστυχείς εκείνοι έκλαιον. — Θεέ μου, δεν υπάρχει λοιπόν δικαιοσύνη; Όλοι και όλα είνε εναντίον μας; Εάν από τις αμαρτίες μας βασανιζώμεθα, δεν είνε αρκετά τα όσα έχομεν υποφέρει; Ο καπνός της μάχης εσκέπαζε το Αρκάδιον, το οποίον εφαίνετο ως καιόμενον.

Εν ώ τα φαναράκια των σπευδόντων εις τον λιμένα αναιβοκατέβαινον. Ούτως αι κραυγαί των νησιωτών των εν τω λιμένι, οι ολολυγμοί των γυναικών, αίτινες έκλαιον επάνω εις τον βράχον, οι θρήνοι των παιδίων, όλα απετέλουν συμφυρμόν επώδυνον μέσα εις την βαθείαν του μεσονυκτίου σκοτίαν, τον οποίον καθίστα πικρότερον ό ήχος της καμπανίτσας της Παναγίας της Λημνιάς, σημαινούσης ακόμη την παράκλησιν.

Ενώ δε διήρχοντο προ των πατέρων των κλαίουσαι και βοώσαι, οι μεν εβόων και έκλαιον βλέποντες την ταπείνωσιν των τέκνων των, ο δε Ψαμμήνιτος, μολονότι είδε και εγνώρισε την θυγατέρα του, ουδέν άλλο έπραξεν ή να ταπεινώση τα βλέμματα του προς την γην.

Ευρίσκετο ήδη εις το «πώς παρεδόθημεν τη φθορά». Ο δε φίλος μου απελπισθείς πλέον ότι ηδύνατο να τον επαναφέρη εις την τάξιν, εβοήθει και αυτός συμψάλλων. Έκλαιον και οι δύο. Τα ώτα μου εβόμβουν χειρότερον ήδη. — Είμαι πεθαμένος, είπα τότε τρέμων. Και έκλεισα τους οφθαλμούς μου. Ούτε να βλέπω, ούτε ν' ακούω, από τα σύγχρονα παράδοξα.

Μα στοχασθήτε την έκστασίν του, οπόταν τον έκλεισαν εκεί, να γνωρίση τον αδελφόν του τον Αδήλ διά σύντροφον της δυστυχίας του. Αφού εγνωρίσθησαν το λοιπόν αυτοί οι δυο αδελφοί αγκαλιάσθησαν, και διά πολλήν ώραν έκλαιον από την χαράν τους, που ανταμώθηκαν ανελπίστως.

Ο εκατόνταρχος και οι μετ' αυτού, οι τηρούντες τον Ιησούν, ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα, εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες, «Αληθώς Θεού Υιός ην ούτοςΚαι οι όχλοι οι παρευριθέντες, επιστρέφοντες εις την πόλιν, έτυπτον αυτών τα στήθη και έκλαιον. Αληθώς η σκηνή εκείνη ήτο πολύ φοβερωτέρα ή όσον εκείνοι, και ημείς ακόμη, δυνάμεθα να γνωρίσωμεν.

Μαύρα δάκρυα έχυσα την ημέραν, καθ' ην έμελλον ν' αποχωρισθώ πλέον της αγαπημένης μου σκούνας. Ναυαγός εάν ήμην, δεν θα έκλαιον τόσον την απολεσθείσαν περιουσίαν μου. — Γιατί να μη έχω μίαν σκούναν ιδικήν μου! Έλεγεν ο λογισμός μου παραπονούμενος. — Να ταξειδεύω! Να ταξειδεύω! Πάντα να ταξειδεύω! Επανελάμβανον οι πόθοι μου ορφανοί, πενθηφορούντες.

Αλλ' εναντίον βεβαίως της θελήσεώς μου τα δάκρυα επήραν δρόμον αφθόνως, ώστε σκεπάσας με τον μανδύαν το πρόσωπον έκλαια ελευθέρως τον εαυτόν μου, διότι δεν έκλαιον βεβαίως εκείνον, αλλά την κακήν μου τύχην, σκεπτόμενος ποίον άνδρα φίλον έχανα. Ο δε Κρίτων ακόμη προτήτερα από εμέ, επειδή δεν ήτο ικανός να κρατήση τα δάκρυα, εξήλθεν.

Τοιαύτη ήτο η απόφασις των βασιλικών δικαστών δι' ένα έκαστον Έλληνα να θανατωθώσι δέκα Αιγύπτιοι εκ των πρώτων. Ο Ψαμμήνιτος είδε και τούτους διαβαίνοντας και έμαθεν ότι απήγον και τον υιόν του διά να τον θανατώσωσιν· ενώ δε οι περικαθήμενοι Αιγύπτιοι έκλαιον και ελυπούντο, αυτός έπραξεν ό,τι είχε πράξει ότε διέβη η θυγάτηρ του.