United States or Guernsey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλη η πόλις εγνώριζεν ήδη ότι η Ποππέα απέδιδε τον θάνατον εις μαγείας. Οι ιατροί επανελάμβανον τούτο μεριμνώντες να κολάσουν την αποτυχίαν της τέχνης των, και μετ' αυτών οι ιερείς, των οποίων αι θυσίαι απεδείχθησαν ανίσχυροι, και οι μάγοι, οίτινες έτρεμον διά την ζωήν των, και ο λαός.

Και επερίμενα να ίδω διά μέσου των κιγκλίδων την ημίγυμνον «μπαρμπουνάραν», δαιμονίζουσαν το κοινόν των κουτσάβων και των αφελών διά των ακκισμών και των μειδιαμάτων και άδουσαν διά βραγχνής φωνής και υπό βροχήν ανθοδεσμών, συριζουσών γύρω της ως βλήματα και διευθυνομένων ιδίως προς το κρεωπωλείον του στήθους της, ενώ εν χορώ οι θαυμασταί επανελάμβανον την επωδόν του άσματος: Α! α! α! α! α! α!

Και του χρόνου! επανελάμβανον επευχόμενοι και οι πιστοί.

Και από στιγμής εις στιγμήν εσκέπτετο ότι δεν ηδύνατο αυτός να μετρηθή με τον Καίσαρα της Ρώμης, και ότι το έργον τούτο μόνος ο Χριστός ηδύνατο να συμπληρώση . . . Εκείνοι, περιστοιχίζοντες αυτόν εις κύκλον επί μάλλον στενώτερον, επανελάμβανον με φωνήν ικετευτικήν: — Κρύψου, ραββί, και σώσε μας από την δύναμιν του Θηρίου!

Και αι απαντήσεις επανελάμβανον την γλυκείαν προσφώνησιν αντιφωνούσαι: — Αληθώς Ανέστη! συνοδευόμεναι υπό γενναίων πυροβολισμών των ναυτικών ισχυρών όπλων, ων ο αντίλαλος βαρύς και βροντερός εφέρετο διά του ηρεμούντος αιγιαλού προς τα κατασκότεινα βουνά της μακρονήσου Ευβοίας.

Και είδον εξ άλλου ανθρώπους, εισδύοντας εις τα έγκατα της γης, και εις τους βυθούς της θαλάσσης, και υπέρ τα νέφη ανερχομένους. Ουδέν εκέρδιζον· διότι, μόλις επανήρχοντο επί της επιφανείας της γης, επανελάμβανον το ταξείδιόν των εκ νέου· και πολλάκις ουδέ καν επανήρχοντο.

Ενόμισεν ότι ο θάνατος ή η θλίψις του εσκότιζε τους οφθαλμούς. Η εντύπωσις τον είχε βυθίσει εις φοβερόν χάος. Ουδεμία ιδέα εσώζετο εν αυτώ και μόνα τα χείλη του επανελάμβανον εν παραληρήματι: «Έχω πίστιν! έχω πίστιν! έχω πίστινΑίφνης, το αμφιθέατρον έγινεν άφωνον. Οι αυγουστιανοί ηγέρθησαν εκ των καθισμάτων των ως είς άνθρωπος. Επί της κονίστρας εξετυλίσσετο κάτι τι ανήκουστον.

Ξέρεις, δεν έφταια εγώ. . . οι άλλοι. Τότε και ο Μάρτης επρόσθετε με αδιαφορίαν: — Μπα, δεν βαρειέσαι· περασμένα-ξεχασμένα. Κ' επανελάμβανον ήσυχοι το έργον των. Ο Μάρτης εφαίνετο ότι είχε παντελώς λησμονήσει και την ύβριν της γρηά Γαλανής και την προσβολήν των συναδέλφων του.

Ο κόπος του ταξειδίου ήτο ανεπαίσθητος, παραβαλλόμενος προς τας ανησυχίας, τας οποίας εδοκίμαζεν ήδη από των τόσων διαδόσεων και από των πολλών των άλλων γυναικών παροτρύνσεων. — Τι κάθεσαι; της έλεγεν η μία. — Ακόμα εδώ είσαι; της έλεγεν η άλλη. — Ο Λαλεμήτροςτην Αθήνα, μέσατα χρυσά παλάτια, και συ κάθεσαι ακόμα; επανελάμβανον τα στόματα του χωρίου όλα.

Περί δε των υπερβορείων ανθρώπων μήτε οι Σκύθαι μήτε οι άλλοι οι περί τα μέρη εκείνα οικούντες λέγουσι τι, πλην ίσως των Ισσηδόνων· ως νομίζω δ' εγώ, ούτε αυτοί δεν λέγουσι τίποτε, διότι εάν έλεγον τι θα το επανελάμβανον οι Σκύθαι, όπως πράττουσι τούτο και διά τους μονοφθάλμους.