Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Έτρεξεν εκείνο φτερό στην κάμαρη· άναψε τα δύο κεριά εμπρός στο ασημοντυμένο εικόνισμα του αγίου μας. — Τι κάθεσαι, μωρέ παιδί· μου γνέφει από μακριά. Στο κορζέτο γλήγορα και λέγε μας. Ή μπουκάρομε σήμερα ή χανόμαστε. Αγκάλιασα ευθύς το κατάρτι κ' έφτασα επάνω στο κορζέτο. Μάνα μου! Τι να ιδώ, τι να παραγγείλω κάτω; Ούτε την άκρη του μπαστουνιού δεν εξεχώριζα.
ΜΑΚΒΕΘ Η στέγη μας απόψε δόξαν θα εσκέπαζεν αυτού του τόπου όλην, εάν εδώ ήτο παρών κι' ο Βάγκος μας. — Αλλ' όμως καλλίτερα να έπταισε και μάλλωμα ν' αξίζη, παρά να εκακόπαθε ώστε να αξίζη λύπην. ΡΩΣ Τον εαυτόν του αδικεί αν έλειψε να έλθη. Δεν κάθεσαι, αυθέντα μου, και συ, να μας τιμήσης; ΜΑΚΒΕΘ Είναι γεμάτη η τράπεζα. ΛΕΝΩΞ Ιδού εδώ μια θέσις. ΜΑΚΒΕΘ Πού;
Κάτι άκουσα, κ' έννοια σου. Περμ. Και πότες βγήκες εσύ ψεύτρα να βγης και τώρα! Πιπ. Άμε στο καλό, καημένη! Κάθεσαι τώρα και συλλογιέσαι ποιος τάννοιωσε και ποιος δεν τάννοιωσε, και δε συλλογιέσαι πως γίνεται μεγάλος γάμος στη γειτονιά. Κ' έχουμε να δούμε δουλειές και δουλειές! Όπου κι αν είνε αρχινάει το στολίδι της νύφης. Περμ.
— Τ' ήτανε πάλε τούτο το ξαφνικό, Καπεταν Γιάννη! τούπα με καλωσύνη, δίνοντας του το χέρι Όλο το νησί σταυροκοπιέται.. Γύρισε και με κύτταξε. — Κάθεσαι λιγάκι; μου είπε. Και τράβηξε το τσιμπούκι του, σαν να τραβούσε με τον καπνό μαζί όλες τις θύμησες της ζωής του. Ύστερα φούσκωσε τα μάγουλά του και τίναξε το πυκνό σύννεφο προς τον ουρανό. — Αμ' γι' αυτό ήρθα, του είπα. Να καθήσω.
Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη. Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει.
Και τριγυρνάνε το σφαχτό βαστώντας τα κριθάρια, 410 ενώ άρχιζε τ' Ατρέα ο γιος παράκληση να κάνει «Ω Δία μαβροσύγνεφε μεγάλε δοξασμένε, που στα ουράνια κάθεσαι, αχ βόηθα να μην πέσει ο ήλιος, και να μη χυθεί της νύχτας το σκοτάδι, πριχού το πλούσιο αρχοντικό γκρεμίσω του Πριάμου 415 και κάψω μ' άσπλαχνη φωτιά τις πόρτες, και πριν κάνω κομάτια απάνου στο κορμί του γιου του τα τσαπράζα, κουρελιασμένα απ' το χαλκό· και γύρω του στρωμένοι πολλοί συντρόφοι πίστομα στο αίμα ας κολυμπάνε.»
ΧΑΡ. Θα μ' αφήσης λοιπόν να γυρίζω εις την γην χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, ενώ είμαι φίλος σου και σύντροφος εις την μεταφοράν των νεκρών; Αλλ' έπρεπε να θυμάσαι, υιέ της Μαίας, τουλάχιστον ότι ποτέ δεν σ' έβαλα ν' αδειάζης νερό ή να τραβάς κουπί, αλλά σε αφίνω και ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις χέρια τόσον δυνατά, ή αν εύρης κανένα φλύαρον νεκρόν κάθεσαι και κουβεντιάζετε εις όλον το ταξείδι, εγώ δε, αν και γέρος, τραβώ μόνος και τα δύο κουπιά.
Μόλις έπαθες μια μικρή ζημία και κάθεσαι και συλλογιέσαι. Και πού νακούσης τι δυστυχίαις μεγαλείτερες μας περιμένουν.
Αν ήναι μόνον το φαγί, τρώγει κανείς και μόνος· του φαγητού καρύκευμα είν' η φιλοφροσύνη· — χωρίς αυτήν η συντροφιά δεν έχει νοστιμάδα. ΜΑΚΒΕΘ Εσύ γλυκέ μου σύμβουλε! — Λοιπόν, 'ς την όρεξίν σας εύχομαι χώνευσιν καλήν, και εις τα δύο υγείαν! ΛΕΝΩΞ Δεν κάθεσαι, αυθέντα μου;
Μην κάθεσαι λοιπόν και μου ψιλορωτάς τον άνθρωπο, μόνον γιάνε τον πρώτα! Ο Κιαμήλης είναι καλός, πολύ καλός ο καϋμένος, εξηκολούθησεν ο αδελφός μου, και πολλαίς φοραίς άνοιξε μονάχος του να με πη το πώς αρρώστησε. Μα όσαις φοραίς το δοκίμαζε τότε τόνε ξανάπιανεν η θέρμη. Εδώ μας διέκοψεν εισελθούσα η μήτηρ μου μετά των ξένων της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν