Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Ο Σκούντας τω είπε· — Μία κόρη είνε εδώ άρρωστη. Άνοιξε μας να έμβωμεν, διότι μας επήρε βροχή. — Τι κάθεσαι και μου λες; είπεν ο Τρέκλας. Ποιος είσαι; Κάπως γνωρίζω την φωνήν σου. Ο Σκούντας εταράχθη. Τω εφάνη ότι και αυτός τον ανεγνώριζε. — Στάσου νανάψω φως, είπεν ο Τρέκλας. — Μην ανάπτης, σε παρακαλώ, είπεν ο Σκούντας.
μουρμούρισε, τυλίγοντας την κλωνά στο δάχτυλό της και στο δάχτυλο της Αννίτσας. — Άκουσε, Αννίτσα, της είπε σε λίγο. Είμαστε για ταξίδι Το αποφάσισα. Θα πάμε στην Αθήνα. Ο παπάς εκατό φορές μου τώχει γραμμένο: «Τι κάθεσαι, χριστιανή, έρημη και παντέρημη στο νησί; Τα γονικά σου αναπαυτήκανε, ταδέρφια σου ξενητευτήκαν, παιδί σκυλί δεν έχεις σιμά σου.
Πού να είσαι, ω ψυχή μου;... δεν σ' ευρίσκω πουθενά, και με κάνεις να θυμώνω και να πέρνω τα βουνά. Πού να κάθεσαι, ψυχή μου; απ' εμπρός ή απ' οπίσω; όσο σ' ένα κι' άλλον τοίχο το ξερό μου κι' αν κτυπήσω, δεν 'μπορώ να καταλάβω μήτ' εγώ μηδέ κανείς αν εσύ το αίμα είσαι ή το αίμα συ κινείς.
Έχουνε να πουν πως άκουσε ο άνθρωπος του κιθάρα κ' έπαιζε όταν πήγε να συνάξη το θησαυρό, και φοβήθηκε του Απόλλωνα την οργή. — «Ακόμα κάθεσαι;» του μηνάει ο Σύλλας. «Και τι καλλίτερο σημάδι παρά να τραγουδάη ο Θεός παίζοντας την κιθάρα!» Πήγε τότες όλος ο θησαυρός. Πήγε και ταργυρό το πιθάρι, το στερνό από τα τέσσερα που είχε χαρισμένα του Απόλλωνα ο Κροίσος.
Ο έπαρχος μετά πολλής προθυμίας επωφελήθη της παρουσιασθείσης ευκαιρίας προς συνδιάλεξιν. — Δεν κάθεσαι; εξηκολούθησε, δεικνύων δύο καθέκλας πλησίον του. Κάθισε και συ και του λόγου του, έως ότου να έλθη η σειρά σας. Θα περιμένετε αρκετήν ώραν. Η γραία έστρεψεν επιδεξίως τον τυφλόν με τα νώτα προς την καθέκλαν και τον έσπρωξε σιγά σιγά, μέχρις ου ησθάνθη, όπισθέν του το κάθισμα.
Και βέβαια 'ς το στράτευμα των Αχαιών το μέγα είναι πολύ καλλίτερον να κάθεσαι, να παίρνης Τα δώρα από όποιον σ' ειπή το εναντίον. Φαγάς του κόσμου βασιλεύς, κι' αχρείους βασιλεύεις. Αλλεώς μόν' τώρα θα 'βλαβες το ύστερον Ατρείδη.
ΒΛΕΠΥΡΟΣ θάταν συμφορά τρανή.*!! Αλλά τότε στα χωράφια ποιος θα μείνη γεωργός; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ θάν' οι δούλοι• τι σε μέλει; συ θα κάθεσαι αργός, και του ρωλογιού ο ίσκιος δέκα πόδες σαν μακραίνη, θα τραβάς για το τραπέζι που γεμάτο θα προσμένη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και για ρουχισμό ποιόν τρόπο έχετε σκοπό να βρήτε; Πρέπει να μας πης και τούτο• ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τα παληά σας θα φορήτε, και θα σας υφαίνουμ' άλλα.
— Δεν είνε πράματ' αυτά, μωρέ Δημήτρη, να κάθεσαι και να τα ξαναλές σαν αυτές εκεί τις μαζώχτρες, μόνε να πάμε και να μάθουμε ποιος το πρωτόβγαλε και να τονε γδάρουμε ολοζώντανο. — Να σου πω, Μιχάλη. Είσαι παιδί, και πάντα θα είσαι. Εδώ παίξε γέλασε δεν είνε. Δεν είσαι και μονάχος εσύ, είνε όλο το σόγι. Και να πας αμέσως κιόλας να του την παίξης τη μπαλλοτέ να γλυτώνουμε.
Θα γείνουν την πεντηκοστήν είκοσι πέντε χρόνια που είχεν ο Λουκέντιος τους γάμους του· και τότε κ' οι δυο μας εχορεύσαμεν. Θυμάσαι; ΓΕΡΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Έχεις λάθος. Θα είναι περισσότερον, αφού τριάντα χρόνων είναι ο υιός του σήμερον. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι κάθεσαι και λέγεις! Ήτον ανήλικος αυτός τώρα και δύο χρόνοι.
Ραψωδία Π Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας 5 τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, και άκουσε και ποδόκτυπο• κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου• «Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, αλλά του σείουν την ουρά• και πόδι ανθρώπου ακούω». 10 Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του• 'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, 15 κ' έχυσε δάκρυα θερμά• και όπως καλός πατέρας τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, μόνος, υστερογέννητος• έτσι ο βοσκός ο θείος έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον 20 τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, και κλαίοντας του ωμίλησε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, 25 θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη• τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν