United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο παπά-Σταύρος κατήγετο εκ Μανωλάδος χοιροβοσκός πριν, έπειτα Αναγνώστης, αναγινώσκων συλλαβιστά τον Απόστολον εις την εκκλησίαν του χωρίου του και καταθέσας το σύνηθες τίμημαπεντήκοντα έως εξήκοντα τάλληρατο οποίον ήτο και προίκα της νεαράς γυναικός του, και κληθείς άξιος παρά των συγχωρικών του εχειροτονήθη ιερεύς.

Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνητην θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. 440 Ραψωδία Ξ Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας.

Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων• «Και με πολλήν υπομονήτα μέγαρά σου ακόμη εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανάτα κλάυματα η θλιμμένη».

Γιατί, εσκέφθην, να πονώ και να παραπονούμαι, αφού και ένας ισχυρός μονάρχης της Αγγλίας, — το σεβαστόν του όνομα καλά, δεν ενθυμούμαι, πηγαίνετε και λάβετε αλλού πληροφορίας, — Όταν κι' εκείνος έπεσε από τον θρόνο κάτω, και το 'ψηλό κεφάλι του δεν είχε πού να κλίνη, σαν ψωμοζήτης άθλιος 'στον κόσμο επλανάτο, ως ότου πια κατήντησε χοιροβοσκός να γίνη;

Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, με λόγια χλυκομίλητααυτούς εστράφη κ' είπε· «Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».

Και απ' τον αγρό να καταιβούντην πόλι ετοιμαζόνταν ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος. και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να παςτην πόλι, 185 ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης• αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,— ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, 190 και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο».

Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα• «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει 350 να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακήτον ψωμοζήτη». Τότε ο πολύγνωμοςαυτόν απάντησε Οδυσσέας• «Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». 355

«Και αν ο Άσωτος υιός εξέπεσε 'στους χοίρους, την πατρική κληρονομιά την είχε φαγωμένη 'στο τέρσο τίρο, 'στο κρασί και εις τους ποδογύρους, και πάλι δεν υπέφερε χοιροβοσκός να μένη. Μα συ, χωρίς τα χρήματα να φάγης κανενός, χωρίς κανένα θέλγητρον του κόσμου ν' απολαύσης, πώς έγινες αναίσθητος, τραχύς κι' ελεεινός; Φασκέλωσε τα χρήματα, προτού πικρά να κλαύσης

Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους• «Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, 370 γι' αυτόν τον ξένον• ότι εγώ και πρότερα τον είδα• βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε• αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι».

η κόραις· ο χοιροβοσκός και αυτός κατόπιν ήλθε· κ' έφερνε τρία διαλεκτά θρεφτάρι' απ' το κοπάδι. άφησ' εκείνατο λαμπρό περίφραγμα να βόσκουν, και αυτός γλυκά προσφώνησεν ευθύς τον Οδυσσέα· 165 «Ξένε, κάπως καλήτερα σε βλέπουν οι μνηστήρες, ή ακόμη σε καταφρονούντα μέγαρα ωσάν πρώτα