United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, και το χαντάκι εφτύς περνάει, και παν μαζί του κι' οι καπετάνιοι, όσοι είτανε στη συντυχιά κραγμένοι. 195 Πήγε ο Μηριόνης, πήγε ο γιος του Νέστορα ο λεβέντης, τι τους προσκάλεσαν να παν μαζί ναν τα μιλήσουν.

Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, 'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. και αγνάντια κείνη εκάθισετον θείον Οδυσσέα, και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 και άμ' ευφρανθήκαντο φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•

Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους έδωσε απαρχήτα γεμιστά ποτήρια. αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα• και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων• τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190 καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη, με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα, πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι• ώστε κακότο μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195 την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις, η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν. και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε, κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200 ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοιεμάς φανερωθήκαν οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις• μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν• και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση, δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205 οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».

Ωστόσο του νεκρού η φωτιά να λαμπαδιάσει αργούσε· 192 τότε άλλο σκέφτηκε ο γοργός γιος του Πηλιά να κάνει. Στα ξύλα στέκοντας μπροστά, στους διο περικαλιέται ανέμουςΖέφυρο, Βοριάκι' ώρια σφαχτά τους τάζει· 195 κι' όλο μ' από χρυσό σταλιές τους ξόρκιζε ποτήρι ναρθούν, που η φλόγα τους νεκρούς να πιάσει χέρι χέρι και να φουντώσουν σύντομα τα στοιβασμένα ξύλα.

Κι' έκραξε αφτού τη σεβαστή γιριά του και της είπε. «Γυναίκα, εδώ 'ρθε του Διός μηνήτρα οχ τα ουράνια, και μούπε πως στα γλήγορα των Αχαιών καράβια να πάω το λατρεφτό μας γιο να ξαγοράσω ο ίδιος 195 με δώρα που τα σωθικά να γιάνουν τ' Αχιλέα.

Μα ελάτε, εγώ όσο τ' άρματα χαλκοφοράω της μάχης, αρχίστε εσείς παράκληση στο γιο του Κρόνου Δία, σιγά αφτού πούστε, μην τυχόν κι' οι Τρώες καταλάβουν... 195 ή κι' ανοιχτά, τι πιον εδώ θα φοβηθούμε κιόλας; Πιος θέλει, ας δείξει την αντριά και τέχνη του, κι' ας δούμε αν με φοβίζει, τι θαρρώ κι' εγώ δα τόσο ανάξιος δε βγήκα, δε μεγάλωσα, στη Σαλαμίνα πέρα

Το νερό αυτό διαβαίνει, 195 Κι' η στεριά σαν πρώτα μένει Σταματάτε, αφηκραστήτε, Μην αντέστε, και χαθήτε. Οχ κι εσύ όλο να γκρινιάζης, Όλο θέλεις να μας σκιάζης· 200 Έχε υγιά, της λεν, θα πάμε· Άλλα λόγια δε γρηκάμε. Το ποτάμι τους αφίνουν, Δίχως άλλο να προσμείνουν Κι' όσο εδύνονταν τρεχάτα Προς τους κάμπους κόφτουν στράτα. 205 Τα μωρά! δε συλλογιούνται. Τα νερά αρχινάν τραβιούνται.

Τότες απάντησε ο γοργός γιος του Πηλέα κι' είπε «Πώς θες να σύρω αφού οι οχτροί μού πήραν τ' άρματα μου; Η μάννα πριν δεν ήθελε ν' αρματωθώ για μάχη εδώ πριν έρθει και ξανά τα μάτια μου τη δούνε. 190 Τι μούταξε απ' τον Ήφαιστο λαμπρά άρματα να φέρειΤότε η γοργόποδη Ίριδα του λέει κι' αφτή διο λόγια 195 «Ναί, αφτό το ξέρουμε κι' εμείς, τα όπλα πως σ' τα πήραν.

Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια κι' όξω απ' τη θήκη γύμνωνε τη σπάθα, να τη! φτάνει η Αθηνά οχ τον ουρανό, τι στάλθηκε απ' την Ήρα, 195 που συλλογή ίση και των διο τους είχε κι' ίση αγάπη. Και στέκει πίσω του, του αρπάει τα καστανά μαλλιά του, σ' αφτόν μονάχα φανερή, ανέφαντη στους άλλους.

Τούτα εγλυκοκελάιδισαν• ποθούσα εγώ ν' ακούω, κ' ένευα με τα βλέφαρα των φίλων να με λύσουν, κ' εκείνοι έπεσαντα κουπιά και σφόδρα ελάμναν όλοι• ο Ευρύλοχος σηκώθηκεν ευθύς και ο Περιμήδης 195 και με δεσμά πλειότερα μ' εδέναν και μ' εσφίγγαν. και αφού ταις επροσπέρασαν, και αγάλι αγάλι εσβύσθη με των Σειρήνων την φωνή και το γλυκύ τραγούδι, το κερί τότε αφαίρεσαν οι αγαπητοί μου φίλοι, οπού τους άλειψα τ' αυτιά, και απ' τα δεσμά μ' ελύσαν. 200