Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Σηκώθηκε ο Μιχάλης κάτι πιο αργότερα από τη συνηθισμένη του ώρα. Κι ότι ξεπρόβαλε από την πόρτα του, ανταμώνει το Δημήτρη ερχάμενο από το σπίτι του να δη τι απόγινε· κι όχι και τι απόγινε, παρά τι θ' απογίνη, ύστερ' από ταποσπερινά. Τον αποδέχτηκε ο Μιχάλης πασίχαρος. — Έλα μέσα, να πιής έναν καφέ, του κάνει. Και σα συγυρίζη η Βασιλική τη γριά απάνω τα λέμε κιόλας.
— Δόξα σ' ο Θεός, Χριστούλη μου! δοξασμένο τόνομά σου, Παναγίτσα μου! είπ' ο άμοιρος ο Καναβιός ολόχαρος, κ' εσταβροκοπιόταν. Εμείς οι άλλοι αναστενάξαμε βαθιά. Πώς τον εζηλέβαμε τον Καναβιό! — Έλα τόρα, του κάνει ο Κυρ-Λοχίας· έλα τόρα, του λέει, παράτα τα σταβροκοπήμια· τα τσάβαλά σου, άραχνε, και δρόμο! Ο Καναβιός πασίχαρος, δεν εκαρτέραε άλλο.
Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.
— Ο λαός μου εσώθηκε· συλλογίζεται πασίχαρος σε όλο το ταξείδι. Ο γέροντας βασιλιάς απάνω στον ολόχρυσο θρόνο του παραλυμένος κοίτεται από τον φόβο και την απελπισία. Ερημιά τριγύρω και πένθος μέσα του. Η Δωδεκάδα τον παραστέκει χλωμή και τ' άρματα λαμπρά προστατεύουν την πολύτιμη ζωή του. Μα εκείνος ανήσυχος ένα άρμα προσμένει κ' ένα σύμβουλο· το παιδί του.
Είπε• και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, και εις όλους έδωσε απαρχή 'ς τα γεμιστά ποτήρια. αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελ' η ψυχή τους, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 185 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. αφ' ού δειπνήσετ' άμετε ν' αναπαυθήτε τώρα• και ως φέξη, μέγα κάλεσμα θα γείνη των γερόντων• τον ξένον θα ξενίσουμε, και, αφού των αθανάτων 190 καλά προσφέρουμεν ιερά, θα 'χουμε την φροντίδα τον ξένον μας να στείλουμε, χωρίς κόπον ή λύπη, με ιδική μας συνοδιά, να φθάσ' εις την πατρίδα, πασίχαρος, ογλήγορα, όσο μακράν και αν είναι• ώστε κακό 'ς το μεταξύ και βλάβη να μη πάθη 195 την γην του πριν πατήση αυτός' εκεί κατόπι θα 'χη όσ' απ' αρχής η μοίρα του και η κλώστραις η βαρείαις, η μάννα ότε τον γέννησεν, εκείνου ελινογνέσαν. και αν τούτος πάλ' είναι θεός, οπ' ουρανόθεν ήλθε, κάτι άλλο τότ' οι αθάνατοι μ' αυτό μας οργανίζουν• 200 ότι ως τα τώρ' ασκέπαστοι 'ς εμάς φανερωθήκαν οι αθάνατοι, όταν σφάζουμε ταις πλούσιαις εκατόμβαις• μ' εμάς συντρώγουν, και όπου εμείς κ' εκείνοι συγκαθίζουν• και αν μόνος εις τον δρόμον του κανείς τους απαντήση, δεν κρύβονται, ότι συγγενείς τους είμασθε, όπως είναι 205 οι Κύκλωπες και τ' άγρια τα γένη των Γιγάντων».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν