United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας• 340 «Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας, 'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη. κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου• αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη• 345 και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος, για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα, και τον πατέρα, όπ' άφινετου γήρατος την θύρα, αν είναι ακόμητην ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν, ή απέθαναν κ' ευρίσκονταιτην κατοικιά του Άδη». 350

Είχε γιομόσει κόσμον η εκκλησία και μέσα και στην αυλή ακόμα. Η εικόνες δεν πρόφταιναν να πάρουν ανασπασμούς. Ο ουρανός άρχιζε να ξεκαθαρίζη απάνου. Ξεσυγνέφιασαν και η όψες των Χριστιανών, οπ' έλαμπαν τώρα τηρούμενες κι' αυλακωμένες κάπου κάπου από δάκρυα.

Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει.

Κατόπι του ευθύς έφθασετα δώματ' ο Οδυσσέας, παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, οπ' ακουμπούσετο ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. εκάθισετο φράξινο κατώφλι προς το δώμα, γυρτόςτον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, 340 'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη. εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο, και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι, και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν, κ' είπε• «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον 345 να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις• καλή δεν είν' η εντροπήτον άνδρα, 'πώχει ανάγκη».

Και τα καλότριχ' άλογα ράβδισε κ' έφθασ' άμα 380 εις ταις Αυγαίς, όπ' έχει αυτός υπέρλαμπρα παλάτια. Και τότ' η Αθήνη, του Διός κόρη, εσοφίσθηκ' άλλο• έφραξε τα περάσματα των άλλων των ανέμων, να παύσουν τους επρόσταξε και να σιγάσουν όλοι, και τον γοργό τού εκίνησε Βορηά κ' έσπασ' εμπρός του 385 τα κύματα, 'ς τους ναυτικούς Φαίακαις ως να φθάση, σωσμένος απ' τον θάνατον, ο θείος Οδυσσέας.

Α’ ΝΕΚΡΟΘΑΠΤΗΣ Μη στραγγίζης περισσότερο το μυαλό σου μ' αυτό· τ' οκνό σου γαϊδούρι, όσο και αν το ξυλοκοπάς, δεν αλλάζει το πάτημά του και αν σε ξαναερωτήση κανείς, αποκρίσου· ο νεκροθάπτης· τα σπίτια οπού κατασκευάζει εκείνος κρα- τούν έως την ημέραν της Κρίσεως. Έλα πήγαινε εις το καπηλειό και φέρε μου ένα γυαλί ρακή. Ω πόσον ήταν ιλαρός της νειότης μου ο καλός καιρός, οπ' αγαπούσα!

Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντάτην πρύμνη θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος 'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει, μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225 κείνον, 'που, πριν εγκάτοικοςτην αρνοθρέπτα Πύλο, πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε• κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα, άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος, 'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230 ενώ 'κείνοςτα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου βασανιζόντανάλυτα δεσμά• και του Νηλέα η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία, 'πουτον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη. και όμως εσώθη κ' έσυρετην Πύλο απ' την Φυλάκη 235 τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240 αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην• τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης• ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων, αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245 και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασετου γήρατος την θύρα, αλλάταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα• ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν• και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη. τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώτους αθανάτους 250 έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος, αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε. χολώθη εκείνος του πατρός, καιτην Υπερησία ξενίτευσε, κ' εμάντευετα γένη των ανθρώπων. 255

Κ' εγώ με λόγια μαλακάεκείνους απαντούσα• «το πλοίο πρώτ' ας σύρουμετην γη, και τ' άρμεν' όλατα σπήλαια μέσ' ας θέσουμε, και ομού τα υπάρχοντά μας, κ' εσείς μαζή μου να 'λθετε μ' ασπούδα ετοιμασθήτε, 425της Κίρκης τ' άγια δώματα να ιδήτε τους συντρόφους, οπ' άκοπα φαγοποτούν, ότι έχουν αφθονία».

Είχε ξεχάσει της ξυλειές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. Ότ' είχε βασιλέψ' ο ήλιος. Κατεβαίναμε τo στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέση μια παροιμία απ' το στόμα της. — Τρεις όπ' σ' έχω, άντρα, και τρεις όπ' μ' έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...

ΑΣΤ. Ω μουρέ γέλοια! ΓΡΑΜ. Μπαστιά. Ο Λιάπης έφυγε κι' » έστειλα τζη μπιστεμένοι μου στρατιώταις και » τόνε πγιάσανε και τζη έχω ούλους αρέστο· σε » ούλαις τζη εζάμηνες π' όκαμα κον τούτο μια πο- » σίμπιλε, δεν μπόρεσα να ξανοίξω αν ήτανε κάζο » πενσάτο, γιατί ούλοι αυτοί μιλούσανε λογιών το » λογαδιώ γλώσσαις, και δεν τζη εκαταλάβαινα. » Εκειό που φαίνεται πρέπει ν' άτανε κάζο ατζι- » δέττε, γιατί πρώτη βολά ήτανε γρωνισμένος ο » Λιάπης με τον Κρητικό, ούλα μου τα άττα είναι » τα παρό, και τα ραπορτάρο ς' την Σεβαστή » Διοίκησι, ως καθού είμαι οπλιγάτος , κι' ό,τι ξα » νοίξω κατόπι το ραπορτάρω ως μου μεριτάρει ως » το οφφίτζιό μου, ακαρτερώ ριπόστα στην πα- » ρό μου, για να ρεγουλαριστώ τι να τζη κάμω » τούτοι τζη διαόλλοι οπ' όχ' αρέστο· να τζη φουρ- » κίσω; γη να τζη αμολλάρω. »