United States or Lebanon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο Σχαζινάν ευθύς με βασιλικήν παράταξιν έφθασεν εκεί και έστησε τον θρόνον του εις την Σαμαρκάνδαν, που ήτον η καθέδρα εκείνου του βασιλείου.

Ούτος μολονότι επεθύμει να φανή δικαιότατος άνθρωπος, δεν το κατώρθωσεν. Άμα μαθών τον θάνατον του Πολυκράτους, έπραξε ταύτα· πρώτον μεν ίδρυσε βωμόν του Ελευθερίου Διός, πέριξ του οποίου έστησε το τέμενος τα οποίον υπάρχει ακόμη εις το προάστειον.

Απέραντη σιωπή βασίλευε. Μόνο το τετέρισμα κάποιου χελιδονιού έμοιαζε να βγαίνει μέσα από τα ερείπια των τοίχων και ο καλπασμός ενός αλόγου αντήχησε μακριά, όλο κι πιο μακριά. «Είναι ο Τζατσίντο», σκέφτηκε ο Έφις, «πήρε ένα άλογο και γυρίζει εκεί κάτω, θα τα πει όλα στις θείες του και θα τις βασανίζειΈστησε αυτί.

Φθάσας λοιπόν εις τον ποταμόν τούτον ο Δαρείος και στρατοπεδεύσας, ευχαριστήθη πολύ και έστησε και ενταύθα στήλην έχουσαν κεχαραγμένα τα εξής γράμματα· «Αι πηγαί του Τεάρου δίδουσιν ύδωρ άριστον και κάλλιστον από όλους τους ποταμούς και εις αυτάς ήλθεν, οδηγών στρατόν κατά των Σκυθών, ο άριστος και ο κάλλιστος πάντων των ανδρών, ο υιός του Υστάσπους Δαρείος, βασιλεύς των Περσών και όλης της ηπείρουΤαύτα τα γράμματα εχάραξεν εκεί.

Κι’ ο Κωσταντής, λαβαίνοντας το μήνυμα της Κόρης, Της έστειλε γι’ αντιλογιά φλωρί κωσταντινάτο , Εκάλεσε τους φίλους του και τη γενιά του όλη, Κι’ έστησε γάμο και χαρά και μέγα πανηγύρι, Και κίνησε χαρούμενος, γαμπρός καμαρωμένος, Με φλάμπουρο και με βιολιά και χίλιους καλεσμένους. Και πάη να πάρη ταίρι του τη λυγερή Χρυσάιδω.

Απέναντι των προπυλαίων τούτων έστησε δύο ανδριάντας εικοσιπέντε πήχεις υψηλούς· οι Αιγύπτιοι καλούσι τον μεν προς άρκτον ιστάμενον Θέρος, τον δε προς μεσημβρίαν Χειμώνα· και εκείνον μεν τον οποίον καλούσι Θέρος προσκυνούσι και περιποιούνται, προς δε τον άλλον τον καλούμενον Χειμώνα πράττουσι τα εναντία.

Θανάση, αν δε σου ζήλεψα τα νειώτα, την ανδριά σου, Τ' άρματα τ' αξετίμωτα, το μάτι, το τραγούδι, Ζηλεύω αυτήν τη ξαστεριά πώχει το μέτωπό σου! Έστησε ’ς το κατώφλι μας το νεκροκρέββατό του Ο Χάρος και μας καρτερεί. Ξήπλεγαις, τρομασμέναις Μανάδαις αναρίθμηταις με κουφωμένα στήθια Φεύγουν ’ς τα πλάγια να κρυφτούν με τα βυζασταρούδια.

Μήτε στιγμή δεν κατέβηκε να τους βάλη γνώση· μόνο πήγε στον Κίσσαβο, στη Μάνη, και σ' άλλα βουνά, κ' έστησε κει τη φωλιά της σαν ουράνιος αϊτός, και φύλαγε την ώρα να κατέβη στους κάμπους και να βλογήση τη Ρωμιοσύνη.

Ως που μια μέρα κρατώντας ολάκερο το θησαυρό του άστραψε μέσ' το σκοτεινό Δεκέμβρη κι' έστησε μέσ' το πάρκο το χρυσό πολυέλαιο του μαρασμού του ακίνητο. Ούτ' ένα φύλλο δεν του έμεινε πράσινοτίποτα πια δεν του θυμίζει τον κόσμο. Σαν άγγιξεν έτσι την τελειότητα, έρριξε το πρώτο του μαραμένο φύλλομήνυμα πως είν' έτοιμος.

Ανέβασε τόρα στο πάλκο κ' έστησε σύριζα στην αγκωνή ένα τραπέζι. Έφερε από το μπουφέ μέσα κρυμένα, με μεγάλην προφύλαξη τα όργανα. Απίθωσε στο τραπέζι απάνω το σαντούρι, μετρώντας με το στόμα ανοιχτό τις μυριόδιπλες αστραφτερές χορδές του. Εκρέμασε στη μιαν άκρη το βιολί, στην άλλη το λαγούτο. Στον καθρέφτη αποκάτω εκρέμασε τόμορφο κομψό ντερφάκι.