United States or São Tomé and Príncipe ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το μάτι του δε δάκρυσε ποτές Σκουντουφλιασμένος, τρεις μέρες τώρα στην αγκωνή, με το τσιμπούκι στο στόμα, μήπως άνοιξε καθόλου ταχείλι του να βγάλη λόγο; Αγκαλά, και ζώντας η μακαρίτισσα, μήπως της είπε ποτέ μια γλυκειά κουβέντα; Αυτό ήτανε το παράπονο της μακαρίτισσας. «Καλημέρα, καλησπέρα» κι' όξω, στον καφενέ ή στο ψάρεμα, αυτή ήτανε η ζωή του, κυρ-αστυνόμε μου...

Αποκάτω από το καμίνι... τρεις πιθαμαίς να μετρήσης... δεξιά κοντά εις την αγκωνή... εκεί τα έχω. Πάρε τα κ' έλα να μ' εύρης. Ο Βούγκος εις μάτην έτεινε το ους όπως αντιληφθή την στιγμήν εκείνην, και εις μάτην εβίαζε την μνήμην του τη επαύριον.

Τα ξεσκέπασε ένα ένα, τα τήραξε, τα καμάρωσε· εχαμογέλασε μες τις γυμνόσαρκες σαγονιές του. Τα ξανατήραξε πάλι, τα ξανασκέπασε, και μια και δυο, έγειρε στη γωνιά, που ήταν η στάμνα με τα λουκάνικα. Εκοντοστάθηκε εκεί πάλι. Εγονάτισε απόδιπλα στη στάμνα. Έστρωσε χάμω στο πάτωμα μια κούδα από το σάβανό του· έπιασε κι άδιασε τα μισά λουκάνικα απάνου. Εβούλωσε πάλι τη στάμνα· την απίθωσε στην αγκωνή.

Οι φαντάροι έριξαν πλάτες σε μια αγκωνή κ' εκρατιώνταν μανιασμένοι με τις λόχες τους, παλέβοντας διπλάσιους κατάδικους με ταστραφτερά λεπίδια τους. Ο Βλαχογιώργος αποκλείστηκε μπροστά στη μέσα πύλη, στην άκρη στο προάβλιο. Ολούθε βλέποντας τον κίντυνο, εχώθηκε μες τη σκοπιά.

Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.

Η παραγγελία του Γύφτου, σεπτή ως πατρική διαθήκη, έμελλε να μένη εσαεί ανεκτέλεστος, αν ο Μάχτος, όστις είχεν ίσα δικαιώματα επί της υστάτης βουλήσεως του πατρός, δεν ήρχετο τρία βήματα όπισθεν και δεν ήκουε κλοπηδόν τας λέξεις ταύτας: «Αποκάτω από το καμίνι, τρεις πιθαμαίς να μετρήσης, δεξιά, κοντά εις την αγκωνή, εκεί τα έχω.

Χρόνια πολλά τόρα ξακλήρισε σύσπιτη η γενιά του βρυκόλακα. Μια ράτα, κάμποσον καιρό μπροστά, ανέβηκα για κυνήγι στο χωριό. Επήρα την κυρούλα μου, κ' επέρασα στου βρυκόλακα το σπίτι·Να, μου λέει η κυρούλα μου, δείχνοντας μιαν αγκωνή χάμω λαδωμένη·Να, μου λέει· εδώ ήταν οπάδιασε τα λουκάνικα στο σάβανό του ο βρυκόλακας. Η

Τους έδειξε μια σκλήθρα Κ' είπε πως ήτανε κεντρί.. Κι' όταν ο γέρο μάντης Εξάνοιξε ’ς την αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα, Που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια, Που πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη, Βαρειά, βαρειά αναστέναξε κ' εκόπηκε η φωνή του... — Διαμάντη, τι σ' εξάφνισε;... — Οχιά με τον οσκρό της.