United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δεκανέας κοντά στο ένα γωνολίθι, στ' άλλο ο πάρεδρος με τη γριά του, δίπλα τους η Λιώ, και σε μιαν αγκωνή εγώ. Έξω βαρυχειμώνιασε· φύσηξε ένας αέρας ζεστός που μας έπνιγε η μούχλα· κ' ύστερα έπιασε ένα νερό, ένας χειμώνας που χόρευαν τα κεραμίδια του σπιτιού. Μέσα στην ανεμοζάλη με πήρε αρπαχτικά, γλυκά ο ύπνος. Όντας ξάφνω ξύπνησα παγουδιασμένος. Άνοιξα βαρειά τα μάτια μου.

είπε και γύρω αντάριασμα βουίζει, αχός σκορπά πλατιά σα στεναγμός. -Ο κόσμος μοναχό άρχοντα γνωρίζει εκείνον που διώρισε ο θεός», ξάφνω φωνή πίσω απ το νέο βροντάει κι αστράφτουν γύρω τα γυμνά σπαθιά: «Ποιος είν' αυτός που αδιάντροπα πλανάει τους πιστούς του μεγάλου βασιλιά

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει, στον έρμον τόπο ηχώ παλιά, ηχώ γλυκεία αναστένει το πεθαμένο γέλιο σου που βούισε σα μελίσσι και θρόησε ανάσα ανάλαφρη τα νιόβλαστα τα φύλλα.

Εκείνη την ώρα έβαλε ένα αεράκι σιγανό κι ανάλαφρο, και το μονόξυλο πήγε τ' ανοιχτά. Θέλησα να το γυρίσω, μα του λόγου της με μπόδισε. Της άρεγε έτσι, μ' άρεγε και μένα έτσι τότες. Καψονιόπαντροι, να τα λέμε τόρα; Έτσι τραβήξαμε αρκετά, όντας ξάφνω σηκόνεται του λόγου της η κυρά αντάρα, κυρ μηχανικέ. Και να πης, σηκώθηκε λίγη, λίγη; Σα να την ξέρασε ξαφνικά κάνας δαίμονας.

Είνε καιρός, που από τα θεμέλια, σείστηκε το Κράτος των Ρωμαίων. Σκύψε να σου πω στ' αυτί. Είνε αλήθεια τούτη 'δώ φριχτή: Άλλο δεν απομένει, παρά εσωτερική να σκάση ξάφνω μια αναμπουμπούλα. Γενική κρατάει γνώμη, πως οι Χριστιανοί θα γίνουν η αιτία, από τον πολιτισμό μας να μην απομείνουν ούτε πέτρες, ούτε τούβλα. Ναι, μα τον Ηρακλή!

Ο ήλιος βασίλευε με του μισαποθαμμένου του Ζανουλάκη τα μάτια την ώρα που διάβαινε του Τουρκαρβανίτη η συνοδιά να κατεβή στο λιμάνι. Ρίχνει ξάφνω η Μαριγή κρύφια ματιά κατά το χωράφι· δεύτερη ματιά δεν χρειάστηκε.

Κ' εκεί πούμαστ' οι τέσσερης κουτούκι στο μεθύσι, ο Θεσσαλός με πονηριά και για να με πειράξη, άρχισε να μας τραγουδή του Λύκου το τραγούδι, τραγούδι αυτό θεσσαλικό· ξάφνω η Κυνίσκη τότε αρχίνησε τα κλάμματα κ' έκλαιγε τόσο, τόσο όσο ποτέ δε θάκλαιγεν έξη χρονών κορίτσι που επιθυμεί και λαχταρά την αγκαλιά της μάννας.

να σας σκορπίσουν», ο άρχοντας προστάζει και φεύγει· στη ματιά του αστράφτει οργή. «Η πείνα, η δυστυχία δε σας σπαράζει; Λεήστε μας! δεν είστε χριστιανοίβογκά ο λαός· κι άλλος τα χέρια δένει, άλλος πέφτει στη γη γονατιστός· μα μέσα από το πλήθος ξάφνω βγαίνει κι ορθός αντίκρυ στήνεται ένας νιος.

Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ήταν μονάχα μιαν αυγή που λάλησαν τ' αηδόνια κι έχει μονάχα μιαν αυγή το κύμα αργοφλοισβίσει· και είναι οι χαρές που ζήσανε μια αυγή που ζουν αιώνια, και είναι οι χαρές που πάντα ζουν στου πόνου μας τα βάθη και είναι οι χαρέςάχ το άφαντο πανί μακριά που εχάθη! Έλαμψε κι είχε πύργος γίνει έξαφνα το άχαρο ρημάδι.