United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, το μέγα λάβωμα ξυγύμνωσε απ' τα ράκη, κ' εκείνοι, αφού θεώρησαν και απ' όλα ελάβαν γνώσι, 'ς ταις αγκαλιαίς των έσφιξαν τον θείον Οδυσσέα, έκλαιαν και την κεφαλή του εφίλουν και τους ώμους· τα χέρια και ταις κεφαλαίς τους φίλησε κ' εκείνος. 225 και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, αλλά τους ξέκοψεν αυτός και προς εκείνους είπε· «Από τους θρήνους παύσετε, μη βγη και σας νοήση κάποιος από το μέγαρο και μέσα τ' αναφέρη. εμπήτε τώρ', αλλ' όχι ομού, πρώτος εγώ, κατόπι 230 ανάρηα σεις· και ας διορισθή το ακόλουθο σημάδι· οπόταν όλ' οι θαυμαστοί μνηστήρες θα φωνάζουντα χέρια μου να μη δοθούν το τόξο κ' η φαρέτρα, θεί' Εύμαιε, το δώμα συ διάβαινε και φέρε το τόξον εις τα χέρια μου, και πρόσταξε ταις κόραις 235 τα στερεά θυρόφυλλα να κλείσουν των μεγάρων, και αν ακουσθή βόγγος ανδρών ή κτύπος εις το δώμα, ολόκλειστ' οπού θα 'μασθε, να μη προβή καμμία έξω, αλλ' αυτούτα έργα τους σιγά να μείνουν όλαις. κ' εις σε την θύρα της αυλής λέγω, Φιλοίτιε θείε, 240 με κλείθρο και κομπόδεμα προσεκτικά να κλείσης».

Ήσαν δε δύο τα επιγράμματα· εις μεν το αριστερόν μέρος εκάστου Ερμού ήτο χαραγμένον το όνομά του και ολίγον χαμηλότερα έλεγεν ο Ερμής ότι ευρίσκετο μεταξύ του άστεως και του τάδε ή του τάδε δήμου, προς τα δεξιά δε εδιάβαζε κανείς τα εξής: Αυτό είναι το ίδρυμα του Ιππάρχου· διάβαινε με δικαίαν σκέψιν.

Ο νιος ψαράς που διάβαινε στην άκρη από την λίμνη Βλέποντας γόνατο λαμπρό, ζωγραφισμένο πόδι, Μεθάει, χωρίς να πιη κρασί κι' από τον νουν του βγαίνει. Όσες βολές κινάω ν' αρθώ Βουνό, να σε απολάψω, — Βουνό, που μες' 'ς τ' ανέγνωρα Και μυστικά σου βάθια, Πώς μου εμεταμορφώθηκες και μώγινες αγάπη Κρυφοθιομαίνομαι κι' εγώ Και μ' αγνωμιά απομνέσκωΌσες βολές κινάω ν' αρθώ.

Έβγαινε ο Άρειος από το Παλάτι χαρά χαρούμενος και καμαρώνοντας που είχε πια τη Βασιλική προστασία. Της Πρόνοιας όμως την προστασία δε φαίνεται να την είχε. Εκεί που διάβαινε από τους δρόμους της Πρωτεύουσας με μεγάλη παράταξη, τούρχεται φυσική ανάγκη και μπαίνει σε κατάλληλο μέρος. Κι όντας εκεί έσκασε κι απόμεινε ξερός. Φώναξε τότες ο όχλος πως είταν η θεία δίκη.

Είτανε, λέει, μεσημέρι περίπου, και καθώς διάβαινε ο Κωσταντίνος με το στράτεμά του, τηράει άξαφνα δίπλα στον ήλιο λαμπερό σταυρό από φως, κι απάνω στα σταυρό τα γράμματα « Τούτω νίκα». Το τήραγαν το σημάδι κι ο Κωσταντίνος κι ο στρατός του, κ' έλεγαν τι να σημαίνη. Σα βράδιασε και πλάγιασε ο Κωσταντίνος να κοιμηθή, βλέπει λαμπρό όνειρο, ανάλογο κι αυτό με το ουράνιο το σημάδι.

Όλοι στη γραμή! είπ' ο Κυρ-Λοχίας· κ' εμπήκαμε στη γραμή. Ύστερα έναν ένα διάβαινε μπροστά μας και μας μέτραε, δείχνοντας με το δάχτυλο·Ένας!.. δύο!.. τρεις!.. πέντε!.. δέκα!.. είκοσι!.. εικοσιδύο!.. — Πλήρεις, πανοπλήρεις! είπ' ο Επιστάτης, χαμογελώντας μέσα στο ξανθό του μουστάκι και ξεδιπλώνοντας τα χαρτιά στα χέρια. Εμείς στεκόμαστε άλαλοι, βουβοί· σαν κούτσουρα αραδαριά.

Και καθώς διάβαινε από την πύλη της Πόλης, παρουσιάζεται κάποιος ομπρός του, αρπάζει τα χαλινάρια του βασιλικού του άλογου, και φωνάζει «Δικαιοσύνη!». Ο Βασιλέας, και πριν αναγνωρίση τον Αθανάσιο, μα και κατόπι, φάνηκε πολύ χολιασμένος με τέτοια τόλμη.

Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πη πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα. Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κ' έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Στων Ποντίκων το στράτεμα εκείνο τ' ακουσμένο Ήταν κι' έν' άξιο ασύγκριτα, παιδί καμαρομένο, 550 Του Κομματά μονάκριβο, κι αλήθια παλληκάρι, Οπού τους άλλους διάβαινε σε νιάτα και σε χάρι, Ο Ροκανούλης κράζονταν στο έντιμο όνομά του· Κι' ο ίδιος Άρης φαίνονταν οχ την πολλήν αντριά του.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, ξεφτέρι, αετός να γίνης Και πέτα γλήγορο μακρυά, πέτα κατά το Σούλι, Διάβαινε κάμπους και βουνά, κ' εκεί σαν απαράξης 'Στην Κιάφα απάνου ν' ανεβής, τρανή λαλιά να σύρης «Ο υιός του Νότη απέθανεν, ο υιός του Νότη πάει