United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα γιατί να φιλονικούν; Είδα μια πολύ νόστιμη στην Αθήνα, που ήθελε και καλά την καθαρέβουσα. Τάκουσα και πόνεσε η καρδιά μου. Τι θα κάμουμε τώρα εμείς; Θαρχίσουμε να συζητούμε κάθε τόσο με τις κυρίες, να τις μιλούμε για επιστήμη και γλωσσολογία, να τις δώσουμε να καταλάβουν πως η γλωσσολογία κ' η επιστήμη καθαρέβουσα δεν ξέρουν και πως μόνο εθνική γλώσσα γνωρίζουν; Όχι!

Εγώ σαν τάκουσα, να τι είπα μέσα μου, σου ξεμολογούμαι: «Καλά, ανίσως δεν τον κάμη καλά η χάρι της, μπορεί, το ελάχιστο, να πεθάνη κει δα, να τον θάψω στο βουνό, για να γλυτώσω από έξοδα που δεν έχω, κι' από άλλα βάσανα και μπελάδες». Το χειρότερο, εφοβούμουν, αν πέθαινε στο σπίτι, μην κολλήση τίποτε στα ρούχα, και κολλήσω κ' εγώ. Όλοι μου λέγανε πως το χτικιό κολλάει.

Αχ, παιδί μου, αποκρίνεται ο Δημήτρης αναστενάζοντας και στηλώνοντας στον τοίχο τα θολωμένα του μάτια, έπρεπε ή εσύ να γεννηθής πιο άντρας ή εγώ πιο παιδί. Τα ξέρω, μη μου τα λες. Διάβηκα και τάκουσα και τα καμάρωσα τα ξεφαντώματα ψες. Πιο καλλίτερα και πιο ταιριαστά για τους εχτρούς μας δεν μπορούσανε να γίνουνε. — Μα άκου δα πρώτα! Του την έστησα, που λες, μια μορφιά την παγίδα, και

Και καθώς κάθιζε, μέσα στη μελωδία εκείνη που τον πλημμύριζε πέταξε η χαρούμενή του ψυχή στην αιώνια την ξενιτειά. — Τώρα να μας πης, Καπετάν Σταμάτη, ένα πράμα που συχνά, θαρρώ, το δηγήθηκες, μα από το στόμα σου ποτές μου δεν τάκουσα. Γιατί σε λεν Πολίτη; — Ύστερ' απ' αυτό το καλό κρασί δεν χαλνώ την καρδιά σου, κάνει ο Καπετάνιος.

Αγκομαχούσε μέσα μου απέραντος πόνος, κι ως τόσο βογκητό δεν έβγαινε να της πη πως φτάνει, φτάνει ο απελπισμένος θρήνος, γιατί σηκώνετ' ο γιος της να της ξαναφέρη την Αρετούλα, που την πήρ' από πλάγι της και από 'να Χάρο πιο άκαρδα. Τάκουσα κατόπι το μυρολόγι που διάβαινε κ' έφευγε σαν ανέμου βουητό. Δράκο μ' έκαμε τότες ο πόνος, και το ξετίναξα το λιθάρι και ξαναπρόβαλα στον απάνω κόσμο.

Αυτός μόνος δύνεται να σε βοηθήση. Τάκουσα πως έμεινες μονάχη, κ' ήρθα να σου πω πως μονάχη δεν είσαι, πως έχεις πάντα τον Πλάστη μαζί σου. Εκείνος το ξέρει γιατί μας παίρνει τις πιο αγαπημένες ψυχές μας. Ίσως για να μας διδάξη την μεγαλήτερη την αγάπη που μας κάνει παιδιά του. Κερά μου, κοίταξε με μένα τι έχασα. Ήρθε μέρα που την είχα χαμένη όλη μου τη ζωή.

Τι σ' έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τονε ρώτηξα μια φορά. — Τι σ' έκαμε κ' ήρθες του λόγου σου! Να! τύχη γύρευα κ' ήρθα. — Και πότε λες να ξαναγυρίσης να τους δης τους δικούς σου; Είμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάννα μου· πατέρα δε γνώρισα. Ταδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τάκουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είνε τώρα εδώ.

Έπειτα θα σου διηγηθώ ένα πολύ περίεργο ιστορικό που τάκουσα εκεί κάτω, και που ίσως σου παραστήση μιαν όψη της Κρητικής της ζωής. — Λαμπρά. Και σε τι γλώσσα, να πούμε; — Σε τι γλώσσα; Να, σ' αυτή τη γλώσσα που σου μιλώ. Αγκαλά εκείνος που μου τα δηγήθηκεένας δικηγόρος σπουδασμένος, αν αγαπάς, στην Αθήνα, — παράχωνε κάπου και μερικές φρασούλες της καθαρεύουσας, σαν ξένος που είμουνα, βλέπεις.

Να δούμε τώρα και την ονομαστική βουλευταί , τι γίνεται αφτή. Ο λαός σας το κάνει βουλευταί-οι , γιατί κατάληξη -οι ξέρει πολύ καλά. Το βουλευταί- οι , που σας λέω, τάκουσα στη Θεσσαλία. Θα μου πήτε, τάκουσα σε κανένα χωριό.

Αστραπή ο Δημήτρης από βάτους, από θυμάρια, από βράχους και ρημοτοίχια, και βρίσκεται σπίτι του. — Αχ, και τάκουσες τα μαύρα τα μαντάτα; του λέει η κερά Φρόσω η πεθερά του, άμα τον είδε. — Και δεν τάκουσα; Έτρεξα κιόλας και του την έπαιξα του βρωμόσκυλου. Την ίδια ώρα θα τους θαφτούνε και τους δυο. Και της αποξήγησε τα γενάμενα.