United States or Ecuador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν σε ξέρει κανένας. Αλλά συ να μη λησμονήσης ποτέ ότι είσαι παιδί μου. Μακρά από ψέμμα, κλεψιά, φονικό και ξένη γυναίκα! Και στο βάθος της θάλασσας κι' αν βρεθής να μη χάσης την ελπίδα σου από τον Θεό! Και βασιλειάς αν γένης να μη λησμονήσης την πατρίδα σου. Τάκουσες παιδί μου; — Τάκουσα, πατέρα μου! — Ώρα σου καλή τώρα! Ο Θεός κι' η ευχή μου μαζύ σου!

Δική μου και κανενός άλλου, θα το μάθη. Δεν αγάπησε, όποιος για πάντα δεν αγαπά. Εσένα μόνη, τάκουσες, Λέλα; τακούς! Γίνεται τουλάχιστο να μη με λυπηθή; Να με λυπηθή; Όχι. Να μ' αγαπήση. Σα φωτιά τριγύρω της ανέβαινε η αγάπη η δική μου. Έπρεπε να την κάψη.

Για πού χαζιρεύεσαι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν τάκουσες; Πάνε η εληαίς! απήντησεν ο Μπάρμπα-Σταύρος, και εκτύπα εις το σανιδένιον πάτωμα της οικίας τους βαρείς πόδας του εναλλάξ, όπως εφαρμόση αυτούς ακριβώς εντός των ρωσσικών υποδημάτων και βαδίζη χωρίς να πονή. — Κάμε γλήγορα Κρατήρα! είπε ταχέως μπουρμπουλλίζων τας λέξεις ο γέρων, ως άνθρωπος βιαζόμενος. Δόσε μου το τσίπουρο!

Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά. Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω· «.... Μωρέ Γιάνη, πάμε, να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; τάκουσες πώς κελαϊδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά.

Τέλειωσε ο γάμος, έφυγαν τα ζεϊμπέκια, μα έμειναν πίσω δυο τρεις τους· και μια μέρα, καθώς πήγαινε η Λενιώ στο Σκολειό, την πιάνουνε σ' ένα παράμερο σοκάκι, την παίρνουν και φεύγουνε. Δέκα μέρες δεν ακούστηκε η Λενιώ. Την έκλαιγαν οι δικοί της, την τραγουδούσε ο κόσμος, Τάλλα τάκουσες από το γέρο Βασίλη. Τρώγε τώρα τις τηγανήτες σου.

Ανέβαινα σπίτι σου, απολογιέται ο Πανάγος με τα μετρημένα του λόγια, να σε πάρω να πάμε στην εκκλησιά. — Στην εκκλησιά; πέμτη μέρα; Η μπας και θα παντρευτής; — Όχι, ξεμολογιέμαι. — Αι και τι; ξομολόγος είμαι; — Άφινέ τα. Τάχατες δεν τάκουσες; Ή τον ανήξερο μας κάμνεις; — Μήτε θέλω να τα ξανακούσω, αποκρίνεται ο Μιχάλης, σαν μπήκε στο νόημα.

Αστραπή ο Δημήτρης από βάτους, από θυμάρια, από βράχους και ρημοτοίχια, και βρίσκεται σπίτι του. — Αχ, και τάκουσες τα μαύρα τα μαντάτα; του λέει η κερά Φρόσω η πεθερά του, άμα τον είδε. — Και δεν τάκουσα; Έτρεξα κιόλας και του την έπαιξα του βρωμόσκυλου. Την ίδια ώρα θα τους θαφτούνε και τους δυο. Και της αποξήγησε τα γενάμενα.