United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μη ρωτάς το τι και το πώς, σώνει να σου πω πώς έπαθε κ' η δασκάλα το πάθημα του Πάτερ Νικηφόρου. Τραβήχτηκε λοιπόν από τη δασκαλική κι άρχισε το νοικοκεριό· επειδή βρέθηκε φρόνιμη του παλικαριού η μάννα και την πάντρεψε με το γυιο της. Κ' έτσι έκλεισε το Σκολειό των κοριτσιών τότες, ώσπου ήρθε άλλη, πιο άσκημη. Κ' έμαθαν τα κορίτσια να γράφουν και να διαβάζουνε.

Και σαν ξύπνησα, στέκουνταν η μακαρίτισσα η μάννα μπροστά μου, και μου έλεγε πως είταν ώρα για το &Σκολειό&. Δάσκαλέ μου, δε θαρχίσω την ιστορία της δασκαλικής σου δω πέρα! Μήτε για τα συνηρημένα, μήτε για τα εις &μι& δεν έχουμε τόπο. Κ' ίσως μήτε αξίζει τον κόπο. Είσαι αρρώστια, και τίποτις άλλο. Λίγος φρέσκος αέρας, και χάθηκες. Έπειτα συ πια τώρα δε φταις. Διδάσκεις αυτά που ζητούμε.

Θαρρώ πως πιώτερο θες να δης τη μικρή παρά το Σκολειό, μου λέει η μακαρίτισσα, σαν είδε πως ήθελα και καλά ναρχίσω Σκολειό. Περίμενα πρώτα να γυρίση ο χρόνος. Μα ας είναι κι απ' αύριο. Να ο φύλακάς σου. Κ' ανοίγει σερτάρι, και βγάζει μαύρο τσόχινο φύλακα με χρυσά γράμματα κολλημένα απάνω. Τον πήρα το φύλακα, και κοιμήθηκα μαζί του εκείνη τη νύχτα.

Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα: — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωποςΣτο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Ο βασιλεύς τώρα τι ιστορικά έχει; Φτάνει κανείς νάμαθε δυο ελληνικά στο σκολειό, για να δη αμέσως πως τέτοια κατάληξηεφςγιατί έτσι το λένεδεν έχει καμιά ονομαστική στην αρχαία γλώσσα, πως φ και ς πλάγι πλάγι καμιά λέξη δε μας δείχνει. Μπας και μας δείχνει αραδιαστά φ και ς σήμερις η γλώσσα μας πουθενά; Διόλου. Μήτε κατάληξηεφς στην ονομαστική, μήτεφςσε καμιά λέξη δεν έχει!

Έπειτα γυρίζουν οι επίτροποι με τους δίσκους: «για την εκκλησιά, για τον παπά, για το σκολειό μας», και ακούς δεκάρες και κουδουνίζουν, Και σαν περνούνε τ' άγια, σκύβουν πολύ χαμηλά και σταυροκοπιούνται, γέροι, γυναίκες, άντρες, παιδιά, νιές και παλληκάρια. «Μνησθείη αυτών Κύριος ο Θεός εν τη Βασιλεία αυτού πάντοτε»....

Ανακάτωσαν όμως τους δυο τύπους, και μπέρδεψαν τις δυο γλώσσες τη μια με την άλλη, την αρχαία και τη νέα· τότες φάνηκε ένας τύπος που είναι λάθος και στην αρχαία και στη νέα, ο τύπος ζωμί . Το λάθος μας τόφερε το σκολειό· το χρωστούμε στο σκολειό.

Επειδή, ποιο αγόρι ή κορίτσι μπορεί να ξεφύγη τις χίλιες μωρολογιές, νοστιμιές, αβανιές, φοβέρες ή και βρισιές που κατρακυλούν ολόγυρά του σαν πέτρες μαζί με το χείμαρρο; Σε ποιο Σκολειό δε σημαδεύεται το παιδί με τέτοια κατρακυλίσματα; Ποιος δεν έμαθε να &καταριέται& στη γλώσσα του; Ποιος δε βγάζει, το πάθος από μέσα του σα ζωντανό φείδι, τον πόνο του σα ζεστό αίμα, και σαν αχνό τη λαχτάρα του; Ποιος «Ελληνομαθής» δε θα φωνάξη ένα χωριάτικο ωχ, αν του πατήσης, ας είναι και το νυχάκι του δασκαλήσιου του τού ποδός;

Και γιατί; Σκοπό έβαλε το σκολειό, από το δημοτικό στο Πανεπιστήμιο, να μάθει του παιδιού μ ι α γ λ ώ σ σ α και μάλιστα νεκρή, για να την κάνει με τον καιρό δική του γλώσσα. Ενώ κάθε γλώσσα δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο, παρά όργανο και όχι σκοπός της διδασκαλίας. Η γλώσσα στο σκολειό πρέπει να είναι μέσο για να μάθουμε άλλα πράματα.

Μακάρι να μη μας την κάμη ξένος αυτή τη χάρη! Αλλού, αλλού ας κοιτάξουμε, αλλού ας κρυφοπετούμε. Ορίστε αντίκρυ μας μεγάλο σπίτι κι αρχοντικό. Σπίτι πολιτισμένο, και σαν τα ρομάντσα τους, από την Ευρώπη φερμένο. Εκεί, εκεί που ανοίγει η θύρα και βγαίνει ένα κοριτσάκι να πάη Σκολειό. Πρόβαλε κ' η μάννα και το κατευοδώνει. Πανώριες δεν είναι, μήτ' η μια μήτ' η άλλη.