United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τρεις άλλες ώρες έγνεθε μετάξι διαλεγμένο, Μ’ αδράχτι, βέργα, μάλαμμα, σφοντύλι διαμαντένιο, Και ρόκα χρυσοκέντητη με χίλια δυο κεντίδια Κι’ έβγαζε γνέμα κάτασπρο, σα φεγγαριού λαμπρύλες.... Άλλες τρεις ώρες ύφαινε μεταξωτά διασίδια Σε λεφαντένιον αργαλειό με χρυσαφένιο χτένι Κι’ έβγαζε βλάρια το πανί μ’ ολάργυρη σαΐτα, Κι’ άλλες τρεις ώρες κάθονταν ψηλά στο παραθύρι, Κι’ αγνάτευε κατάκαμπα κι’ αγνάτευε τες ράχες, Να ιδή το νιο που ωρέγονταν, τον ποθητό λεβέντη, Που θα είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Και θάρχονταν χαρούμενος γυναίκα να την πάρη, Και προς το γύρμα του ήλιου αρχίναε το τραγούδι, Με μια χαρμόσυνη φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Κι' όλες οι ράχες σάλεβαν της πηγοδότρας Ίδας, σαλέβανε όλοι οι πόδες της, το κάστρο, τα καράβια. 60 Τρόμαξε κάτου ο Πλούτονας, ο νεκραφέντης τ' Άδη, κι' εφτύς πηδάει απ' το θρονί και σκούζει, φοβισμένος τη γη μη σπάσει ο Ποσειδός, της γης απάνου ο σείστης, και σε θνητούς κι' αθάνατους φανεί η φριχτή φωλιά του, μούχλα και πίσσα, που οι θεοί μ' ανατριχιά τη βλέπουν. 65

Με περιβόλια, με νερά, με δέντρα και με κάμπους, Και γύρα σ’ όλα τα χωριά, κι’ όλα τα χωριουδάκια, Χωράφια με γεννήματα, πυκνά και μεστωμένα, Κι’ αμπέλια χοντροκούτσουρα, πρατύφυλλα, γεμάτα Σταφύλια κατακόκκινα και κίτρινα σταφύλια, Κι’ ανάμεσα από τα χωριά και τα καλά χωράφια Κοπάδια γιδοπρόβατα, και βώδια και φοράδια Κι’ ανθρώπους ν’ αναδεύωνται και να μοχτούν με πόνο, Και κάπουκάπου κένταγε γυναίκες να λευκαίνουν, Μ’ άσπρα ποδάρια ολόγυμνα μες το νερό χωσμένα, Και κοπελλιές πανέμορφες στες ράχες να χορεύουν.

Αυτό καλά αγαπούσε τα γίδια και τα πρόβατα, και πήγαινε στα λόγγα και στα λειβάδια με τους πιστικούς αλλά εγώ το τρωγόμουν νύχτα μέρα και του έλεγα: — «Πιστικός θα γέν'ς, παιδάκι μ', που δεν αγαπάς τα γράμματα; Σύρε ψυχούλα μ' στο σκολειό να μάθ'ς γράμματα και να γέν'ς προκομμένος άνθρωποςΣτο τέλος που του το πήγαινα συγκρατούμενο «γκιρ-μιρ» μ' άκουσε, άφησε την κλύτσα και την κάππα, τα γίδια και τα πρόβατα, τες ράχες και τα βουνόπλαγα, τους λόγγους και τα λακκώματα μπήκε στο σκολειό, ρίχτηκε με τα μούτρα στα γράμματα, έφυγε, κι' από τότε το βλέπω κάθε δέκα χρόνια!

Ο Καλάφ επήγε γυρίζοντας εις όλες τες ράχες και βράχους χωρίς να ημπορέση να ξανοίξη καμμίαν στράταν, όθεν μένοντας πολλά θλιμμένος έπεσεν εις τα γόνατα, και μετά θερμών δακρύων επικαλούνταν την βοήθειαν του Ουρανού· έπειτα σηκωνόμενος εξαναγύρισε πάλιν διά να ξαναζητήση καμμίαν οδόν.

Έτσι όλη νύχτα κάθουνταν στις στράτες του πολέμου 553 περήφανοι όλοι, κι' έκαιγαν πολλές φωτιές τριγύρω. Πώς τ' άστρα απάνου ολόλαμπρα, με το λεφκό φεγγάρι 555 στη μέση τους, φωτοβολούν σαν τύχει καλοσύνη, κι' όλες οι ράχες φαίνουνται, και χαίρεται ο τσοπάνης· 559 τόσες των πλοίων μεταξύ και των νερών του Ξάνθου 560 φωτιές θαρρούσες π' άναψαν μπροστά στο κάστρο οι Τρώες.

Οι αψηλότερες κορφάδες του Ταΰγετου, φωτοπεριχυμένες μες της ανατολής τα ουράνια αφρόροδα, εγλυκοφωτούσαν τόρα χίλια μύρια χρώματα, πορφυρωτά και κατατρύφερα. Ερόδιζε η ανατολή περίλαμπρα, πίσω απ τις δασωμένες ράχες, πέρα περιανά· επερίχυνε με πλούσια, ονειρεμένα χρώματα, τις ανατολικές βουνοκορφάδες του Ταΰγετου.

Όλοι τους είταν κληρωτοί, κ' έφευγαν από τον τόπο τους για το στρατό, κατεβασμένοι άλλοι από της Αράχωβας τις ψηλές ράχες, άλλοι από του Λοιδωρικιού τα βουνά, κι άλλοι από τις μυρωμένες πρασινάδες και τα κρύα νερά του Χρισσού.

Θυμώνταν όταν το ξεκίνησε γαμπρό με δυνατό ψίκι, θυμώνταν όταν το πρωτοξεκίνησε για την Ξενιτειά την έρημη και τη φλογισμένη. Τα θυμώνταν όλα, όλα. Όλη η ζωή του καθρεφτίζονταν μέσα στη μνήμη της καημένης της μάννας σαν πως καθρεφτίζονται μέσα στα κατάργυρα νερά της λίμνης τα βουνά κι' οι ράχες, που στέκονται ολόγυρά της.

Και βράζοντας οχ του βουνού κατέβηκε τις ράχες, με το δοξάρι κρεμαστό και τη σαϊτοθήκη. 45 Βρόντηξαν, όταν με θυμό τινάχτηκε, οι σαΐτες στις πλάτες του. Και πάγαινε θολός σα μάβρη νύχτα, Έπειτα αλάργα κάθεται απ' το στρατό και ρήχνει, κι' άχησε ο κρότος σκιαχτερός οχ τ' αργυρό δοξάρι.