United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καν-καμμιά δεν αγαπά και καν-καμμιά δεν θέλει Κι’ εσένα μόνον αγαπά κι’ εσένα μόνον θέλει.... Σε θέλει για γυναίκα του, για ποθητό του ταίρι, Και να σου φέρω μώδωκε τη τίμια του αρραβώνα.... Πάρε την, Μάρω, φόρα την κι’ ευτυχισμένη να είσαι!

Εμπρός το άψεγο κρύσταλλο του παραθυριού δείχνει του κάτω λιμάνι πολυθόρυβο· πανιά και άρμενο πλήθος, απέραντη θάλασσα που οργόνεται από σκαφίδια χίλια. Τα σκαφίδια όμως δεν έχουν γλώσσα γι' αυτόν· οι βίγλες δεν του δίνουν το ποθητό σημάδι. Η Γοργόνα, λέγει, του εκράτησε τον ακρυβογιό· έρημος θα μείνη και άβλαστος ο δοξασμένος θρόνος του στον αιώνα!

Κ' έτσι μ' όλους μου τους πόνους δεν έβγαλα το μωρό μου στο φως, μα κάτω στην κοιλιά μου είναι κρυμμένο με τους πεθαμμένους. Μέσα από την τρίτη δεκάδα της ελικιάς μου, κόντεψα να προφτάξω έξη χρόνια ακόμη· κι άφησα στον άντρα μου παιδιά αρσενική γενιά. Δυο άφησα στον πατέρα μου και στον ποθητό μου τον άντρα. Εγώ όμως με το τρίτο μου παιδί κέρδισα αφτόνα τον τόπο. γ.

Τρεις άλλες ώρες έγνεθε μετάξι διαλεγμένο, Μ’ αδράχτι, βέργα, μάλαμμα, σφοντύλι διαμαντένιο, Και ρόκα χρυσοκέντητη με χίλια δυο κεντίδια Κι’ έβγαζε γνέμα κάτασπρο, σα φεγγαριού λαμπρύλες.... Άλλες τρεις ώρες ύφαινε μεταξωτά διασίδια Σε λεφαντένιον αργαλειό με χρυσαφένιο χτένι Κι’ έβγαζε βλάρια το πανί μ’ ολάργυρη σαΐτα, Κι’ άλλες τρεις ώρες κάθονταν ψηλά στο παραθύρι, Κι’ αγνάτευε κατάκαμπα κι’ αγνάτευε τες ράχες, Να ιδή το νιο που ωρέγονταν, τον ποθητό λεβέντη, Που θα είταν άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, Και θάρχονταν χαρούμενος γυναίκα να την πάρη, Και προς το γύρμα του ήλιου αρχίναε το τραγούδι, Με μια χαρμόσυνη φωνή, σαν απ’ αγγέλου στόμα.

Γι' αυτό κάποιου ξενητεμένου η γυναίκα, συχνορωτά εκείνους που γυρίζουν στην πατρίδα, όχι τόσο για την υγεία του αντρός της όσο για την προκοπή και ανακράζει μελαγχολικά, που δεν αναγνωρίζει το ποθητό χρώμα στο φόρεμά του. Οι ναύτες τόρα στη δουλειά τους προσηλωμένοι, καθόλου δεν επρόσεξαν στον θερμαστή και τα λόγια του.

Κι’ είχε το δύσκολο γκρεμό, τ’ απάτητο το σπήλιο, Που βρίσκονταν το ποθητό Βοτάνι της Αγάπης, Για φύλακα του έχοντας και για περιοχή του Τη δύσκολη κακοτοπιά, του Δράκου την αγρύπνια.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτόν απάντησα και είπα• «ποσώς δεν έχω είδησι του θαυμαστού Πηλέα• 505 αλλ' ως προς τον Νεοπτόλεμο, το ποθητό παιδί σου, όλην, ως θέλεις, απ' εμέ θα μάθης την αλήθεια. ότι εγώ κείνον έφερα με ισόπλευρο καράβι των ευκνημίδων Αχαιώντο στράτευμα απ' την Σκύρο. και όταν συμβούλια γένονταν, 'ς τα τείχη εμπρός της Τροίας, 510 πάντότ' ωμίλειε πρώτ' αυτός, ουδ' έσφαλν' εις τους λόγους• μόνον ο ισόθεος Νέστορας ή εγώ τον ενικούσα. και τ' άρματα όταν άστραφταντα τρωικά πεδία, κείνος δεν έμενε ποτέτο πλήθος καιτην τάξι, αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρεία, 515 και άνδραις εφόνευσε πολλούςτον φοβερόν αγώνα. και όσους αυτός εφόνευσε βοηθώντας τους Αργείους, δεν θα ημπορούσα εγώ να ειπώ• μόνον πως έχει σφάξει τον Τηλεφίδη Ευρύπυλο• και οι Κήτειοι σύντροφοί του σωρός σιμά του εσφάζονταν, εξ αφορμής των δώρων 520 οπ' έλαβε η μητέρα του• κ', ύστερ' από τον θείο τον Μέμνονα, ωραιότατον άνδρ' ως αυτόν δεν είδα. και όταν εκατεβαίναμεν, οι πρώτοι των Αργείων, 'ς τ' άλογο 'πώκαμ' ο Επειός, και εις όλ' είχα εξουσία, να κλειώ, ν' ανοίγω, ως ήθελα, τον στερεόν κρυψιώνα, 525 τότ' οι αρχηγοί των Δαναών, οι βασιλείς οι άλλοι, τα δάκρυα τους εσφόγγιζαν κ' οι αρμοί τους όλοι ετρέμαν, αλλά την όψι την καλήν εκείνου να χλωμιάνη δεν είδ', ή από τα μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζη• αλλά να ορμήση απ' τ' άλογο θερμά παρακαλούσε, 530 και όλο την χούφτα του σπαθιού και το βαρύ κοντάρι έψαχνε, κ' είχεν εις τον νου τον όλεθρον της Τροίας. αλλ' ότε κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, εις το καράβι ανέβαινε με μέρος των λαφύρων, και ωραίο δώρο, αλάβωτος, τι δεν τον είχε πάρει 535 λόγχη μακρόθ' ή από σιμά, καθώς συχνά συμβαίνειτον πόλεμο, 'που ανάμικτα λυσσομανά ο Άρης»

Κάπου δέκα ξύλα μικράμεγάλα έρχονταν πίσω και άλλα εφύτρωναν στο θαλασσόφρυδο γύρω κ' εκατέβαιναν με του άνεμου το λάχτισμα είτε με τη δύναμι του ατμού στο ποθητό λιμάνι. Κανένα δεν άλλαζε δρόμο κανένα δεν ορθοπλώριζεν ακόμη. Πώς να το κάνουμε πρώτοι εμείς! — Μωρέ, νομίζεις πως φοβάμαι για τη ζωή μου; είπεν οξύθυμος στον γραμματικό. Ζωή, παιδιά, γυναίκα όλα τα σφάζω εδεπαδά για το τίποτα.