United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά. Ο άνεμος έκαμνε τα σφικτοκλεισμένα παράθυρα και τας κλειδομανταλωμένας θύρας να στενάζωσιν υπό την ψυχράν πνοήν του. Τα παιδία εμάλωναν ως δυο γνήσιοι φίλοι. — Εγώ είδα π' σώδωκε ένα εικοσιπενταράκι, βρε Αγγελή, έλεγε το έν. — Όχι, μα το θεριό, έλεγε το άλλο, μια πεντάρα μώδωκε. Να τηνε. Κ' εδείκνυε μεταξύ των δακτύλων μίαν πεντάραν.

Αχ έλα, θάνατε πικρέ, και πάρε τι ζωή μου. Αφού και πλιο στερεύομαι τη μόνη παντοχή μου. Τη Χλόη μου να μη θωρώ, και ζωντανός να μείνω; Αχ τι ποτήρι μώδωκε το ριζικό, και πίνω! Μη πάυετε ματάκια μου να κλαίτε, να θρηνάτε, Το φως σας εβασίλεψε, τι άλλο καρτεράτε; Καρδιά γιατί με τυραγνάς, και βαριοπαραδαίρεις, Τον τόπο σου τον έχασες, σε τι βυθό με σέρεις!

Έδειξε τόση αγάπη και συμπάθεια για μένα, ο αφεντικός μ', που δεν μολογιέται. Με θεωρούσε σαν παιδί τ'. Εκεί μια μέρα, ύστερα από λίγον καιρό, μώδωκε ένα γράμμα, και το γράμμα αυτό διαλάβαινε ότι είχες πεθάνει, εσύ! Μαθόντας αυτήν την είδηση κόπηκα στα κλάματα.

Και καν-καμμιά δεν αγαπά και καν-καμμιά δεν θέλει Κι’ εσένα μόνον αγαπά κι’ εσένα μόνον θέλει.... Σε θέλει για γυναίκα του, για ποθητό του ταίρι, Και να σου φέρω μώδωκε τη τίμια του αρραβώνα.... Πάρε την, Μάρω, φόρα την κι’ ευτυχισμένη να είσαι!