United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά ποίαν αιτίαν ζητείς τον θάνατον μου; Ποίαν πόλιν επρόδωσα, ποίον από τα παιδιά σου εσκότωσα, πού έβαλα πυρκαϊάν; Διά της βίας εκοιμήθην με τον κύριόν μου και φονεύεις εμέ αντί εκείνου ο οποίος είναι η αιτία; Αφήνεις την αρχήν και φέρεσαι εναντίον του αποτελέσματος; Ω, τι δυστυχία είναι αυτή! Δυστυχισμένη μου πατρίς, πόσα υποφέρω!

Την ποθητήν ταύτην ανατολήν του Ελληνικού αστέρος ας ευχώμεθα πάντες από καρδίας, παιδία μου, οσάκις αυγήν και εσπέραν προς ανατολάς εστραμμένοι απευθύνωμεν προς τον ελεήμονα Θεόν τας παρακλήσεις ημών. Εκ των χριστιανικών αρετών μία είναι και η ελπίς · ως χριστιανοί λοιπόν ας ελπίζωμεν την ανατολήν ταύτην.

Τα γεροντάκια απόξω από τον καφενέ, άλλοι στις πεζούλες, άλλοι με τα σκαμνιά τους κύτταζαν το πέλαγο. Ο Καπετάν-Πεφάνης από μέσα από τον καφενέ, ανεβασμένος σ' ένα σκαμνί άπλωνε τα μπλάστρια να στεγνώσουν απάνω στους σπάγγους που είχε περασμένους από τον ένα τοίχο στον άλλο. Άξαφνα δυο παιδιά πέρασαν τρεχάλα σαν αστραπή ποιο να πρωτοφτάση κάτω στους καφενέδες. — Το βαπόρι, το βαπόρι.

Αφού δε 'γδύθηκες τον Πυθαγόραν ποίους ενδύθηκες κατόπιν; ΠΕΤ. Την Ασπασίαν την Μιλησίαν εταίραν. ΜΙΚ. Τι λες! Ώστε και γυναίκα εκτός των άλλων έγινε ο Πυθαγόρας; Και υπήρξε εποχή που έκανες αυγά συ ο σημερινός πετεινός και συνέζης με τον Περικλήν ως Ασπασία και του εγέννας παιδιά και έξενες μαλλιά και έγνεθες και εφιλαρεσκεύεσο ως εταίρα;

Να μη σε βλέπω, σκύβαλον! ΚΟΡΝ. Τι είν' αυτά, αυθέντα; ΛΗΡ. Ποίος τον έβαλε αυτόντον φάλαγγα; — Ρεγάνη, εσύ δεν το εγνώριζες, ελπίζω... — Ποίος ήλθε; Ω Ουρανέ, αν αγαπάς τους γέρους, — αν το θέλης να έχουν σέβας τα παιδιά, γέρος και συ αν είσαι, Βοήθησέ με Ουρανέ, και ρίξε την φωτιά σου! Ειπέ μου, δεν εντρέπεσαι τα γένειά μου να βλέπης;... Τι έκαμες! Το χέρι σου της έδωκες, Ρεγάνη!

Όσην υπακοήν και αν είχαν προς εμέ τα ερίφια, και αν ήκουον την φωνήν μου διά να καθίσουν ήσυχα, ερίφια ήσαν, δυσάγωγα και άπιστα όσον και τα μικρά παιδία. Εφοβούμην μήπως τινά αποσκιρτήσουν και μου φύγουν, και τότε έπρεπεν να τρέχω να τα ζητώ την νύκτα εις τους λόγγους και τα βουνά οδηγούμενος μόνον από τον ήχον των κωδωνίσκων των τράγων!

Κυττάζει όξω και βλέπει κάμποσα παιδιά να πεζογελούν και μαζή μ' αυτά το παιδί του . . . το δικό του παιδί, το μόνο αγόρι που είχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι οχτώ εννιά χρονών.

Και όταν εφθάσαμε εις τον τάφον, εγώ σχεδόν ημιθανής από την λύπην μου και δακρυρροώντας, επρόσπεσα εις τους πόδας από βασιλέως λέγοντας· στοχασθήτε, κραταιότατε βασιλεύ εγώ είμαι ένας ξένος και δεν έχω χρέος να υπόκειμαι εις τέτοιον νόμον· λάβε έλεος δι' εμέ, διότι έχω και άλλην γυναίκα εις την πατρίδα μου και παιδιά, διά να μη μείνουν ορφανά και έρημα.

Έχομεν λοιπόν και εφέτος θέατρον εις το Φάληρον, και θέατρον μάλιστα γαλλικόν, και συρρέομεν πάλιν εκεί αθρόοι από της προχθές Κυριακής, άνδρες γυναίκες και παιδία, και συνωθούμεθα να ακούσωμεν την Ω ρ α ί α ν Μ υ ρ ο π ώ λ ι δ α, και απολαύομεν πάλιν μετά το τέλος της παραστάσεως του θορυβώδους μεν αλλά διασκεδαστικού εκείνου θεάματος, το οποίον παρέχουσιν οι επί του κρηπιδώματος του σιδηροδρόμου συσσωρευόμενοι άνδρες, οι ως επί το πλείστον ηρωικώς αγωνιζόμενοι προς προκατάληψιν θέσεως εν τη αμαξοστοιχία.

Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του. Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα.