Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Χεμ! μα δωρεάν θα πέφτουν για να κοιμηθούν αντάμα, και θα κάνω τη γυναίκα που κοινό θα ήνε πράμα, κι' όποιος θέλει θα την παίρνη τα παιδιά της να της σπέρνη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα κι' αυτό τι ωφελεί, αν θελήση ο καθένας να ριχθή στην πειό καλή; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Η πειό άσχημη θα πάη με την ώμορφη στο πλάι, κι' όποιος νηά επιθυμήση, από τη γρηά θ' αρχίζη πρώτα-πρώτα το γαμήσι.

Ο Μανώλης περιέφερε θηριώδη βλέμματα, αλλά τα παιδιά είχαν κρυβή ή τραπή εις φυγήν και δεν είδε κανένα. Το παρανόμι πλέον ολίγον τον επείραζε· το είχε συνηθίσει όπως συνηθίζει κανείς χρόνιον νόσημα. Άλλως τε τόσοι άλλοι εις το χωριό είχαν κοντά εις το αληθινόν και ένα χλευαστικόν όνομα. Δεν ήτο μόνος. Αλλ' η φράσις εκείνη του έκαμνεν εντύπωσιν ραπίσματος.

Βασανίζουν τον επαίτην, όπως τα παιδία βασανίζουν τον ποντικόν, τον οποίον συλλαμβάνουν. Η αστυνομία εξορίζει συνήθως τον Σακκουλέν εις Σύρον, διότι, νομίζω, κατάγεται από τας Κυκλάδας. Εκεί τον είδε προ καιρού κάποιος Αθηναίος, περαστικός από την Ερμούπολιν. Και επειδή δεν εγνώριζε κανένα και έπληττε, εκάλεσε τον Σακκουλέν και τον εκέρασε·Τι θέλεις εδώ, Σακκουλέ; — Είμαι εξόριστος.

Τα παιδιά που κρατούσαν τις τόρτσες, τα ξεφτέρια, τα μανουάλια, τα λάβαρα χύθηκαν με φωνές και κακό στο νάρθηκα σα να κυρίεψαν οχύρωμα. Γοργά τ' ακλούθησαν οι παπάδες, οι ψαλτάδες, ο δήμαρχος, η αρχοντιά. Σφούγγιζαν με τα μαντήλια τον ίδρωτα, αερίζονταν με τα καπέλλα τους, ξεκούμπωναν τα ρούχα τους και λαχάνιαζαν βαρειά κι αποσταμένα.

Βρίσκουν το σπίτι κλειδωτό, κλειδομανταλωμένο, Και τα σπιτοπαράθυρα πούταν αραχνιασμένα. "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, και να τήν Αρετή σου.„ "Αν είσαι χάρος, διάβαινε, κι άλλα παιδιά δεν έχω. Η δόλια η Αρετούλα μου λείπει μακριά στα ξένα.„ "Άνοιξε, μάννα μου, άνοιξε, κ' εγώ 'μαι ο Κωσταντής σου. Εγγυτή σούβαλα το Θεό και τους Αγιούς Μαρτύρους, Αν τύχη πίκρα για χαρά, να πάω να σου τη φέρω.„

Έπειτα ανήρεσε και τον άλλον ισχυρισμόν του Σωκράτους, ότι δηλ. οι μεγάλοι πολιτικοί δεν ημπόρεσαν να μεταδώσουν την ικανότητά των εις τα παιδιά των, κατά τον εξής τρόπον· πάντοτε, λέγει, και εις όλα τα μέρη οι άδικοι άνθρωποι κατακρίνονται και τιμωρούνται.

— Α! τα παιδιά είπες; πήγαν εις το Φάληρον. — Δεν το βαρέθηκαν ακόμη εκείνο το γαλλικόν θέατρον; Δεν ξεύρω τι του βρίσκουν! εγώ, να σου ειπώ, μ' αρέσει καλλίτερα το Ελληνικόν. Ό,τι έχω εγώ τους Μυλωνάδες και τους Πειρατάς με τον Ταβουλάρη. Όχι δα και συ! το γαλλικόν έχει άλλην χάριν. — Δεν ειξεύρω, . . . αλλά μου λέγουν, ότι δεν είνε και πάρα πολύ ηθικόν.

Είχανε ξεκαρδιστή όλοι από τα γέλια. Βαστούσαν τα σηκότια τους. Μονάχα ο Κυρ-Νικολάκης έκλαιγε, έκλαιγε πικρά. Πρώτη φορά τον είχανε ιδεί να κλαίη έτσι. Τον έπνιγε το άδικο. Έτσι από κλώτσου, κι' από μπάτσου, πήρε τον κατήφορο. Τα παιδιά τρέχανε από πίσω του με τα γιούχα και τον κυνηγούσαν. Τράβηξε κατά τα μάτια του, χάθηκε. Κανένας δεν τον είδε.

Έλα! σιωπή εσείς και ησυχία! εξηκολούθησεν αποτεινόμενος προς τα παιδία, άτινα εξηκολούθουν ορχούμενα και μετά το πέρας του μέλους, ως θάλασσα σαλευομένη και μετά του ανέμου την πτώσιν. Και εβάδισε προς την θύραν. Καθ' ον χρόνον ηυθύμουν και διεσκέδαζον οι κάτοικοι της πτωχής καλύβης, έπληττον και εχασμώντο του πλουσίου οίκου οι κύριοι.

Ωςτόσο μου έλεγες στο περιβόλι της Αγάπης πως ταγαπούσες τα δύστυχα τα ρόδα, πως σαν τα μυρίζεις, σου φαίνεται πιο νόστιμο και το μήλο. Μήπως κι ο νους του αθρώπου δεν έχει τα ρόδα και τα μήλα του σαν το περιβόλι; Ρόδα είναι της φαντασίας μας τα παιδιά· μήλα τα παιδιά της επιστήμης. Και τα δυο μαζί στολίζουνε ταθρώπινο το περιβόλι.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν