United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Έφις σκεφτόταν το θλιβερό σπίτι των κυράδων του, τη Νοέμι που μαραινόταν εκεί μέσα σαν το λουλούδι στο σκοτάδι…. «Πώς αδυνάτισες», του είπε η ηλικιωμένη υπηρέτρια, που έγνεθε καθισμένη κοντά στην πόρτα, «σε βασανίζουν οι πυρετοί;» «Μου ροκανίζουν τα κόκαλα, μ’ έχουν κάνει πετσί και κόκαλο.

Ελέησέ τον τον τρελλόν, οπού τον βασανίζουν τα δαιμόνια, Να τα! Εδώ είναι τώρα, κ' εκεί, κ' εδώ! Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Αι θυγατέρες του τον έφεραν και τούτον εις αυτήν την κατάστασιν; — Όλα ταις τα έδωκες; Δεν εκράτησες τίποτε διά τον εαυτόν σου; ΓΕΛΩΤ. Εκράτησεν ένα χράμι. Ει δε, θα ήτον εντροπή, να τον βλέπωμεν.

Αχ, τι φωτιά τρέχει μέσα στις φλέγες μου, όταν το δάκτυλό μου απροσδοκήτως εγγίξη το ιδικό της, όταν τα πόδια μας υπό την τράπεζαν συναντώνται! Τραβιώμαι πίσω, σαν από φωτιά, και πάλιν μία μυστηριώδης δύναμις με τραβάει μπροστάεπέρχεται ζάλη, εις όλας τας αισθήσεις μου. — Ω! και η αθωότης της, η απλή ψυχή δεν αισθάνεται πόσον αύται αι μικραί οικειότητες με βασανίζουν!

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Έλα μαζί μου· θε να ευρώ τον βασιλέα· έκστασις είναι τούτη ερωτική, που τόσην την ορμήν έχει οπού χαλά τον εαυτόν της, και την θέλησιν σέρν' εις έργ' απελπισίας, όσο πάθος κανέν' απ' όσα εδώ του ανθρώπου την φύσιν βασανίζουν. Α! πολύ λυπούμαι, — μήπως τώρ' ύστερα σκληρά λόγια του είπες;

Ώστε δεν ήτο αρκετόν ότι χωρίς κανένα σοβαρόν λόγον τον κατεδίκαζον να περιμένη επί έν έτος και ίσως περισσότερον, αλλά του απηγόρευον και να βλέπη εκείνην που θα εγίνετο γυναίκα του; Αυτά του εφαίνοντο τόσον άδικα και τόσον παράλογα, ώστε ενόμιζεν ότι εγίνοντο μόνον και μόνον διά να τον βασανίζουν και ηγανάκτει τόσον κατά του πατρός του όσον και κατά του Θωμά.

Ναι, κόπος ανυπόφερτος Είνε η ζωή· η ελπίδες, Οι φόβοι, και του κόσμου Η χαραί και το μέλι Σας βασανίζουν. Εδώ ημείς οι νεκροί Παντοτινήν ειρήνην Απολαύσαμεν, άφοβοι, Άλυποι, δίχως όνειρα Έχομεν ύπνον. Σεις οι δειλοί αχνύζετε Όταν τις ψιθυρίση Τ' όνομα του θανάτου· Αλλ' άφευκτος ο θάνατος, Άφευκτος είνε.

— Α! όλα όσα ξέρω με βασανίζουν, κι' όλα όσα βλέπω. Κι' ο ουρανός αυτός με βασανίζει, κι' η θάλασσα και το σώμα μου κι' η ζωή μου. Έβαλε το χέρι της στον ώμο του Τριστάνου. Δάκρυα έσβυσαν της αστραπές των ματιών της. Τα χείλη της έτρεμαν. Εκείνος ξανάπε: — Φίλη, τι είναι λοιπόν αυτό που σας βασανίζει; — Η αγάπη για σένα! απάντησε. Τότε ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της.

Αλλ' εις τι θα του χρησιμεύση αν εμφανισθή εις την επιφάνειαν και παύση να κινήται; ΙΡΙΣ. Η Λητώ πρέπει να γεννήση επ' αυτής, διότι ήδη ήρχισαν να την βασανίζουν φοβερά οι πόνοι. ΠΟΣ. Αλλά δεν αρκεί ο ουρανός δι' αυτόν τον τοκετόν; Και αν δεν αρκή ο ουρανός, η γη όλη δεν δύναται να δεχθή την γένναν της;

Τον είδα καθ' ην στιγμήν τον ελοιδώρουν εξ αποστάσεως τρία τέσσερα παιδία, εις τα οποία προσετέθη αυθορμήτως και ένας σκύλος. Οι άνθρωποι τέρπονται να τον ενοχλούν και τον βασανίζουν, οι σκύλοι δεν τον χωνεύουν.

Διότι βασανίζουν και τιμωρούν τους πράττοντας εγκλήματα, εκτός εκείνων όσοι έπραξαν εκβιασθέντες ή από άγνοιαν διά την οποίαν δεν πταίουν οι ίδιοι. Τους δε πράττοντας τα καλά τους ανταμείβουν, διότι θέλουν τους μεν να τους προτρέψουν, εκείνους δε να τους εμποδίσουν.