United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! λιγάκι ελαφρότερον αίμα θα με έκαμνε τον πλέον ευτυχή υπό τον ήλιον. Τι! εκεί, όπου άλλοι με την ολίγη δύναμή τους και ευφυία καμαρώνουν μπροστά μου με τρυφερή αυταρέσκεια, απελπίζομαι εγώ περί της δυνάμεώς μου, περί των προτερημάτων μου! Καλέ Θεέ, που μου έδωκες το παν, διατί δεν εκράτησες το ήμισυ, και δεν μου έδωκες πεποίθησιν εις τον εαυτόν μου και αυτάρκειαν; Υπομονή!

ΚΕΝΤ Και απέδειξε την λύπην της η βασίλισσα, όταν της έδωκες τα γράμματα; ΙΠΠΟΤ. Τα έλαβ' απ' το χέρι μου, τ' ανέγνωσεν εμπρός μου, και πού και πού εστάλαζε ένα μεγάλο δάκρυτα εύμορφά της μάγουλα. Ενόμιζες πως θέλει κ επάνω εις την λύπην της βασίλισσα να είναι· κ' η λύπη δεν υπήκουε, αλλ' επαναστατούσε κ' εις την ψυχήν της ήθελε να βασιλεύη μόνη. ΚΕΝΤ Ω! Εταράχθηκε πολύ;

ΘΕΡΑΠΩΝ Μη προς Θεού τον γέροντα με βασανίσης. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Δεν έρχεσθε πισθάγκωνα να τονέ δέσετε; ΘΕΡΑΠΩΝ Αλλοίμονο! Και τι ζητείς άλλο να μάθης; ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έδωκες το παιδί σ’ αυτόν, όπως μας λέγει; ΘΕΡΑΠΩΝ Το ’δωκα, να μην έσωνα ο δόλιος τότε. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αυτό θα πάθης, αν δεν πης την πάσα αλήθεια. ΘΕΡΑΠΩΝ Πιο πολύ θα ’μαι να την πω, θαρρώ, χαμένος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ο άνθρωπος τούτος τον καιρό βλέπω μας χάνει.

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ κ. Μ. Μητσάκη. Η Ρούσιω η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη, Στα παραθύρια κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει, Κι' αναστενάζει απ' την καρδιά και με τον νου της λέει: — Μάνα, μ' εκακοπάντρεψες και μ' έδωκες σε κλέφτη, Που βρίσκεται 'ςτόν πόλεμο απ' την αυγή ως 'ςτό βράδυ, Κι από το βράδυ ως 'ςτήν αυγή φυλάει 'ςτό καραούλι, Και δεν τον είδα μία φορά να κοιμηθή σιμά μου, Εγώ τουφέκια σκιάζομαι, τάρματα εγώ τα τρέμω, Για να το ζώσω 'ςτό κορμί να πάω από κοντά του, Κ' εχτίκιασαν τα στήθεια μου, εμάλλιασε η καρδιά μου, Μαράθηκαν τα νειάτα μου κ' η εμμορφιά μου εχάθη.

Εγώ ούτε είμαι ούτε θα γίνω τέτοιος, και αν ήτο να σε ξεθυμώσω με αυτό. Τι αφορμήν του έδωκες; ΟΣΒ. Ποτέ, ποτέ, καμμίαν. Δεν μ' εκαλοκατάλαβε προχθές ο κύριός του, ο βασιλεύς, κ' εσήκωσε το χέρι να με δείρη· κι αμέσως τούτος, πρόθυμος να δείξη κολακείαν, ήλθ' απ' οπίσω μου κρυφά και μ' έκαμε να πέσω, κι άμα με είδε καταγής, με ταις φωναίς αρχίζει να κάμνη τον παλληκαρά.

Αλλά δεν θ' αρνηθής είπεν ο Ζηνόθεμις ότι έδωκες δηλητήριον εις τον Κρίτωνα διά ν' απαλλαγή από τον πατέρα του. Συγχρόνως, επειδή έτυχε να πίνη την στιγμήν εκείνην έρριψε κατ' αυτών το περιεχόμενον του ποτηριού του, το οποίον ήτο πλήρες κατά το ήμισυ. Ως πλησίον δε ευρισκόμενος ο Ίων εδέχθη μέρος εκ του ρανΤιςματος εκείνου, του οποίου δεν ήτο ανάξιος.

Κατ' αρχάς ο Βινίκιος ηθέλησε να τον εκδιώξη. Αλλ' ίσως ο Έλλην εγνώριζε κάτι περί της Λιγείας, και η περιέργεια κατενίκησε την αηδίαν. — Συ είσαι, Χίλων; τι γίνεσαι και πόθεν έρχεσαι; ηρώτησεν ο Βινίκιος. — Δεν πάνε καλά η δουλιές μου, απήντησεν ο Χίλων· Αυθέντα, όσα μου έδωκες τα εδαπάνησα αγοράσας βιβλία.

Να μη σε βλέπω, σκύβαλον! ΚΟΡΝ. Τι είν' αυτά, αυθέντα; ΛΗΡ. Ποίος τον έβαλε αυτόντον φάλαγγα; — Ρεγάνη, εσύ δεν το εγνώριζες, ελπίζω... — Ποίος ήλθε; Ω Ουρανέ, αν αγαπάς τους γέρους, — αν το θέλης να έχουν σέβας τα παιδιά, γέρος και συ αν είσαι, Βοήθησέ με Ουρανέ, και ρίξε την φωτιά σου! Ειπέ μου, δεν εντρέπεσαι τα γένειά μου να βλέπης;... Τι έκαμες! Το χέρι σου της έδωκες, Ρεγάνη!

Με εγνώριζες πριν να με πάρης, και έτρεξες οπίσω μου ως εκεί κάτω, γιατί ο έρως μου ήτον, ως έλεγες, ωραίος, μεγάλος αλλοιώτικος από τον έρωτα των άλλων γυναικών. Και μου έδωκες τον λόγον σου, ότι η Μαρία Μύρτου θα έμενε πάντοτε ελευθέρα... Κ ώ σ τ α ς. Μα αν δεν παραδεχόμην ότι ήθελες, ο γάμος μας δεν θα γίνονταν. Μ α ρ ί α. Κ ώ στ ας Ίσως. Ίσως. Αν και σε βρίσκω υπερβολικήν. Μ α ρ ί α.

Ελέησέ τον τον τρελλόν, οπού τον βασανίζουν τα δαιμόνια, Να τα! Εδώ είναι τώρα, κ' εκεί, κ' εδώ! Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Αι θυγατέρες του τον έφεραν και τούτον εις αυτήν την κατάστασιν; — Όλα ταις τα έδωκες; Δεν εκράτησες τίποτε διά τον εαυτόν σου; ΓΕΛΩΤ. Εκράτησεν ένα χράμι. Ει δε, θα ήτον εντροπή, να τον βλέπωμεν.