United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Λάμπρος Ζάρμπας ήτον σαράντα ως σαρανταδυό χρονών άντρας, ψηλός και λιγνός, με μάτια αετού, ολόρθο κορμί, μακριά ξανθόμαλλα, μουστάκι ψαρό και περήφανα κατ' απάνου στριμένο. Ολοζώντανη σουλιώτικη λεβεντιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό ήτο ν' αποχτήση και γιόν τέτοιο, παλληκαρά.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και των δικαστών το βήμα τι θα γίνη λες εσύ; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θα γεμίζη από κρατήρες κι' από στάμνες με κρασί, και θα βάλω παιδαρέλια, που θα ψάλλουν με χαρά όλες της ανδραγαθίες καθενός παλληκαρά• έτσι από την ντροπή του, αν φανή κανείς δειλός, να μη έρχεται να τρώη. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Είν' ο λόγος σου καλός.

Εγώ ούτε είμαι ούτε θα γίνω τέτοιος, και αν ήτο να σε ξεθυμώσω με αυτό. Τι αφορμήν του έδωκες; ΟΣΒ. Ποτέ, ποτέ, καμμίαν. Δεν μ' εκαλοκατάλαβε προχθές ο κύριός του, ο βασιλεύς, κ' εσήκωσε το χέρι να με δείρη· κι αμέσως τούτος, πρόθυμος να δείξη κολακείαν, ήλθ' απ' οπίσω μου κρυφά και μ' έκαμε να πέσω, κι άμα με είδε καταγής, με ταις φωναίς αρχίζει να κάμνη τον παλληκαρά.

« Σώζω το Σούλι 'πό φωτιά. »'Σ την Ρούμελη πετάω. » Μαυροκορδάτος σήκονε »'Πανάστασις σημαία, » Κ' έσερνε για την Ήπειρο » Παλλήκαρα γενναία. » Πήγα κ' εγώ από κοντά, »'Σ την Πέτα , πολεμάω.» « Εννιά χιλιάδες Αλβανοί » Από την Άρτα βγήκαν, »'Κ' είχανε το Ρεσίτ-πασσά » Μεγάλον αρχηγότους. » Αρχίνησεν ο πόλεμος, » Νικήσαμε τους πρώτους· »'Σ τη δεύτερη την έφοδο.... » Ω,... νικηταί μας βγήκαν

Κι αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπώδειχνε τ' όνομα του παλληκαρά καβαλάρη και τον τόπο οπού ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρέντια. Οι γέροι κ' οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κ' έπασχαν από τη μορφή κι από τ' άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν.

Η εικόνα ήτον παλιά κι αξιοπερίεργη. Παράσταινε καβαλάρη παλληκαρά με γιγάντιο ανάστημα και με πανώργια μορφή. Είχε ασπροκκόκινο το πρόσωπο και περίσσια έμμορφο και καλοσυνάτο κ' ευγενικό, πρόσωπο βασιλικό καθαρό. Γρυπή τη μύτη, το μέτωπο καθάριο και πλατύ, το γένειο μακρύ και γυρμένο κατά εμπρός λίγο και κομμένον τον τσαμπά.

Ψηλός και λιγνός, με μάτια αετού, ολόρθο κορμί, μακριά ξανθόμαλλα, μουστάκι ψαρό και περήφανα κατ' απάνου στριμένο. Ολοζώντανη σουλιώτικη λεβεντιά. Στεφανωμένος με παρόμοια Σουλιώτισσα, φυσικό ήτο ν' αποχτήση και γιόν τέτοιο, παλληκαρά. Την ώρα εκείν’ η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώγι και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο.

Κι' αποκάτου έφερνε την επιγραφή της φράγκικα χαραγμένη και πλουμερή, οπώδειχνε τ' όνομα του παλληκαρά καβαλάρη και τον τόπο οπού ιστορήθη, την ξακουσμένη Φλωρέντια. Οι γέροι κ' οι αρβανίτες, που την τηρούσαν καταπλακωμένοι, δεν εγνώριζαν να ξεδιαλέξουν τα φράγκικα και πλουμερά γράμματα της επιγραφής, κ' έπασχαν από τη μορφή κι από τ' άρματα του καβαλάρη να τον πεικάσουν.