United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτος ένας ψηλός και λιγνός σα ρέγγα Άγγλος, με φαρδειά λινά ρούχα, με μιαν άσπρη κάσκα και τα λορνιόν του κρεμασμένα σταυρωτά από τον ώμο του.

Αχ! τι ώμορφος, που είταν ο πατερούλης μ'! Ψηλός, ασπροκόκκινος, μαυρομμάτης, μαυροφρύδης και μαυρομούστακος. Άγγελος γραμμένος, βαβούλα μ'! Τι πατέρα ώμορφον έχω η καημένη και δεν το γνώριζα ως τα τώρα!

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα: — Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση. Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Ένας ψηλός κρεμανταλάς με δυο πήχες μουστάκια, ξεροκαμπίτης βλάχος με δυο μάτια μεγάλα, μεγάλα και κουτά, που άνοιγε το στόμα του κι έλεγε σ' ότι λογής κουβέντα, ολοένα ένα α!.... Ένας κοντόχοντρος Κραβαρίτης λεβέντης όλος νεύρα, αίμα, και μάτια, κόκκινος, που βρωμούσε γαλατίλας από το μουστάκι του, που μόλις ίδρωνε, ως τα ξεθωριασμένα τσαρούχια του, κι ένας άλλος κοινός στρατιωτάκης που δεν έλεε τίποτε.

Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι. — Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος. — Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός. — Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

Κάτι άρχισε να λέη, αλλά την έπιασα δυνατά από το χέρι και της είπα έντονα: — Σώπα! μην 'πής κακό, γιατί μα το θεό θανεβώ σε κειονέ το χαράκι και θα πέσω κάτω. Κοντά στο σπίτι του Δεσποινιού ήτον ένας ψηλός βράχος με κισσό, που στο σκοτάδι φάνταζε σαν πελώριος αράπης. Κέδειχνα ότι ήμουν έτοιμος να πάω να γκρεμιστώ από κει πάνω.

Κανείς δε συλλογίστηκε τη σκηνή αυτή και πως μπορούσε να του κάμη τόση εντύπωση. Ό,τι όμως έγινε κατόπι δεν το πρόσεξε ο Σβεν. Κι όταν έπειτα τον ρωτούσε κανείς τι είδε στο θέατρο, απαντούσε μόνο: — Είδα το θάνατο. Είταν ένας μεγάλος, ψηλός σκελετός και μπορούσε και μιλούσε. Και κρατούσε ένα δρεπάνι στο χέρι. Αυτήν την ανάμνηση ο Σβεν την έδεσε μαζί με την εικόνα της πομπής του θανάτου.

Κ' εστύλωσε τα μάτια ζωηρά, ολόψυχα, με κάποια δίβουλη έκφρασι σαν να ήθελε να τα καλοπιάση και να τα ημερώση για να του είνε προστατευτικά, σαν να ήθελε να τα φοβερίση και να τα ζητήση στο πάλαιμα. Εκείνα όμως σκοτεινογάλαζος τοίχος ψηλός, στρωτός, ομιχλωμένος, έστεκαν εμπρός στον ορίζοντα σαν να του απαντούσαν: δεν έχει πόρο εδώ! Και ο δύστυχος εδείλιασε. — Τα Μπουγάζια! εψιθύρισε πάλι.

Κ' ένας ψηλός υπάλληλος της Τραπέζης που τραγουδεί διαρκώς μα τόσο περιπαθώς κι είνε τόσο έξυπνος, σπίρτο μονάχο από ευφυία.

Κι ο λοχίας ψηλός, ξερακιανός ρουμελιώτης, ηλιοψημένος, μαύρος, με παχύ μουστάκι και με της λεβεντιάς τον ίσκιο απάνω του σαν είδε πως η υπηρεσία κ' οι δουλιές αποτελείωσαν, άρχισε γερή κουβέντα και γέλοια μαζί τους.