United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένας ψηλός υ π ε ν ω μ ο τ ά ρ χ η ς έ φ ι π π ο ς με την σπάθα του συρμένη, με τα σπιρούνια του λαμποκοπώντας, με το ψηλό τ' ανάστημα και τα λαιμό δεμένο κουτσαβάκικα μ' ένα μαντήλι, μαζί με δυο χωροφύλακας, και οι τρεις της κ α τ α δ ι ώ ξ ε ω ς μπήκαν ξαφνικά στο μαχαλά με το σουρούπωμα, χωρίς να τους πάρη κανείς μυρουδιά. Στα Γύφτικα πολλοί είνε οι άεργοι, πολλοί είνε οι φυγόδικοι.

Ξέρεις ποιος είν' ο Λύκος; Αυτός ο Λύκος είν' ο γυιός του γείτονα του Λάβα, ψηλός και καλοκάμωτος και σε πολλούς αρέσει. Για κείνου εκεί τον έρωτα λιγώνετ' η Κυνίσκη. Άκουσα κάποτε κ' εγώ γι' αυτό να ψιθυρίζουν, μάκανα πως δεν τάκουσα, χωρίς να το ξετάσω· ντρεπόμουνα τα γένεια μου έτσι σαν άντρας πούμαι.

Αλλά είμαι ευχαριστημένος και τόσο το καλύτερο που ήλθαν έτσι τα πράγματα, Λένε πως είνε ψηλός και καλοκαμωμένος νέος. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ναι, πατέρα μου. ΑΡΓΓΑΝ Με ωραίο παράστημα. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Χωρίς αμφιβολία. ΑΡΓΓΑΝ Ευχάριστος άνθρωπος. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Βεβαίως. ΑΡΓΓΑΝ Με ώμορφη φυσιογνωμία. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Πολύ ώμορφη. ΑΡΓΓΑΝ Φρόνιμος και από καλή οικογένεια. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ακριβέστατα. ΑΡΓΓΑΝ Εντιμότατος.

Προχώρησαν προς τον Αγαθούλη και τον πήραν να δειπνήση με πολλήν ευγένεια. — Κύριοι, τους είπε ο Αγαθούλης με γοητευτική μετριοφροσύνη, μου κάμνετε πολλή τιμή, μα δεν έχω να πληρώσω το ρεφενέ μου. — Α! κύριε, του είπε ο ένας από τους γαλάζιους, οι άνθρωποι του δικού σου αναστήματος και της δικιάς σου αξίας δεν πληρώνουν ποτές τίποτε. Δεν είσασθε ψηλός πέντε πόδια και πέντε δάχτυλα;

Ο γέρος σύντροφός του όμως σηκώθηκε ξαφνικά, ψηλός, ταλαντευόμενος σαν βλαστός δέντρου που τον σείει ο άνεμος, έκανε μερικά βήματα και έπεσε επάνω στον Ιστένε ρίχνοντάς του γροθιές στο κεφάλι σαν να’ τανε σφυριά.

Ανάμεσα στη Γκριζέντα και στη Νατόλια, ψηλός, διαφορετικός από όλους έμοιαζε να είναι το μαργαριτάρι στο δαχτυλίδι του χορού και ένοιωθε το χέρι της Γκριζέντα να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα της Νατόλια μπλέκονταν δυνατά με τα δικά του σαν να ήταν εραστές.

Όταν βγήκα από κει μέσα, ηύρα τον παπά, χωρίς ράσα, και σκαρφάλωνε σ' έναν άλλο πύργο· σκαρφάλωσα και γω· ήταν ψηλός κι από μέσα είχε μαυρισμένους τους τοίχους· φως έπεφτε από το χαλασμένο καμαρωτό ταβάνι· στον τοίχο φαίνουνταν οι τρύπες δυο πατωμάτων και κάτι ντολάπια μικρά, λίγο ψηλότερα απ' το καθένα.

Ένας ψηλός, ένας λυγνός, ένας αρχάγγελος ο καπετάν Βαλμάς, μήπως εστάθηκε στο νησί σας; μην επαντρεύτηκε; μην έκαμε παιδί που το λέγουν Γιώργη; μην απόχτησεν ένα τρεχαντήρι το Μπιούτη; — Όχιόχι· δεν τον ίδαμε, δεν τον ακούσαμε· όχι. Οι νησιώτες άφρισαν· Μωρέ διάβολε! Και βελόνι να ήταν κάπου θα εβρόνταε.

Ένας σπαθάτος λυγιστός με νικηφόρον ξίφος, 'ψηλός ως στρουθοκάμηλος και με θαμβόνον ύφος, δεν ξέρω πώς εκτύπησε ταδύνατά μου σκέλη και μ' έρριξε φαρδύ πλατύ χωρίς κι' αυτός να θέλη. Κι' εν τούτοις δεν εζήτησε παραμικράν συγγνώμην, αλλ' έφυγε καυχώμενος εις την πολλήν του ρώμην.

Δεν μπορεί να είναι αυτός…Τελικά ρώτησε λίγο απότομα: «Ποιος είναι;» «Φίλος», απάντησε μια ξένη φωνή. Η Νοέμι όμως δεν κατάφερνε να ανοίξει, τόσο πολύ έτρεμαν τα χέρια της. Ένας νέος άντρας που έμοιαζε με εργάτη, ψηλός και χλωμός, ντυμένος στα πράσινα, με κίτρινα σκονισμένα παπούτσια και μικρό μουστάκι στο χρώμα των παπουτσιών, στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα στηριζόμενος σε ένα ποδήλατο.