Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025
Ημείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα . . . Σ' άλλους κάνεις τα χατήρια. Και οι μακρόθεν ερχόμενοι έλεγον· — Ημάς που είμαστε απ' τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσον κόπον να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ' την άλλην άκρη, μας αφίνεις στα κρύα . . . Ημάς η δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο
Αύριο, σου λέει, ξέρω τι γίνεται; Περνάει το βασιλόπουλο, τη βλέπει και της λέει «πάμε!...» Τι θα ειπής τότε του λόγου σου; Η κυρία Μαχαλά ξέσπασε από το θυμό στα γέλοια. — Μα τότε λοιπόν είνε παλαβή! είπε. — Όχι, κυρία· δεν είνε παλαβή· μη φοβάσαι. Έτσ' είνε ο νους της φτιασμένος· στις δόξες πάει. Μα για δουλειά και για σπίτι είνε μάννα! Και — πού είσαι — ούτε θα γυρέψη να βγη όξω.
Μίαν ημέραν θλιβερά του είπεν — Δεν θα μπορώ πλέον νάρχωμαι, ούτε στο κελλί σου, πατέρα. . . Είνε κάτι κακές γυναίκες, εκεί στο μαχαλά, στο δρόμο που περνώ, και της άκουσα που λέγανε καθώς περνούσα: «Να, το κορίτσι της Φραγκούλαινας, που την έχει απαρατήσει ο άνδρας της . . .» Δεν το βαστώ πλέον, πατέρα. Τω όντι, παρήλθον τρεις ημέραι, και η Κούμπω δεν εφάνη εις το κελλί του πατρός της.
«Θα κάνη όλες τις δουλιές, ναι· θ' ακούη τα λόγια της κυρίας της· θα δέχεται τις παραξενιές του κυρίου· θα είνε καθαρή, λιγόλογη και τίμια. Μα... θα βγαίνη στο παράθυρο συχνά, θα βγαίνη και στους δρόμους συχνότερα... Συχνότερα στους δρόμους; η κυρία Μαχαλά ανησύχησε. Τι την ήθελε λοιπόν; Δούλα θάμπαζε ή κυρά; Άναψε, φουρκίστηκε· έβρισε την Αστυνομία, τους δουλομεσίτες, την εποχή μας.
Πάρ' τηνε και θα ιδής. Η κυρία Μαχαλά δεν πείστηκε τόσο στα λόγια της γριάς όσο στην ανάγκη. Ήταν μικρομάννα, κρατούσε και σπίτι ανοιχτό. Δεν είν' εύκολο να κάνη όσα λέει κανείς απάνου στο θυμό του. Την κράτησε χωρίς όμως και να ησυχάση. Τι άνεμο! Ένα δουλικό που κάνει τέτοιες συμφωνίες, θα ειπή πως είνε για τα πανηγύρια. Ποιος ξέρει τι ξαδερφολόι και κακό θα μπαινοβγαίνη στο σπίτι της!
Ζήλια άναψε το αίμα της κυρίας Μαχαλά. Όχι φωτογραφία παρά τον ίδιον τον αξιωματικό, είδε ριχμένον στο κρεββάτι. Το συμπαθητικό κεφαλάκι του με το ξανθό μουστάκι και τα γαλανά χαδιάρικα μάτια του, το βεργολυγερό κορμί του τόβλεπε ξαπλωμένο στα πρόστυχα στρωσίδια, παραδομένο στην ερωτική λύσσα της δούλας της, σαν ολόδροσο κρίνο στα δόντια ενός χοίρου. Έβλεπε... αλοίμονο και τι δεν έβλεπε!
Μη σε μέλει δι' αυτό, λέγη ο Κατής, εγώ σου τάσσω κάθε καλόν αποτέλεσμα, πες μου μοναχά εις ποίον μαχαλά στέκει ο πατέρας σου, τι τέχνην κάνει, και πώς ονομάζεται, και άφησε να κάμω εγώ. Αυτός ονομάζεται Ουστά Ομάρ, του αποκρίνεται αυτή, και είναι βαφιάς και κατοικεί σιμά εις την αγοράν.
Κι ο μανιωμένος υπενωμοτάρχης, το θεριό τ' ανήμερο, το σκιάχτρο κι ο τρόμος όλου του κόσμου εκεί όλων των νταλματζήδων και των λαθρεμπόρων του μαχαλά, στα λόγια εκείνα απόμεινε, ημέρεψε, έγινε αρνάκι, έβαλε μέσα τη σπάθα του και τράβηξε βουβός, με χαμηλωμένα μάτια σαν κορίτσι, προς την πόλη.
— Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα.
Κ' επειδή η κυρία Μαχαλά δεν τις ήθελε τέτοιες φασαρίες, σκέφτηκε να υπομονέψη ως που νάβρη την καλήτερη. — Άμα την εύρω, δίνω τα παπούτσια στο χέρι της σουρεκλεμές· συλλογίστηκε. Μα τι παράξενο! Πέρασαν δυο μήνες και ξέχασε την υπομονή της. Όχι την ξέχασε· δεν τη χρειάστηκε καθόλου. Η Ασημίνα απ' όλες τις συμφωνίες της δεν κύτταξε ως τώρα παρά εκείνες που εσύφερναν τ' αφεντικά της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν