United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όσο και να δυστυχάη, Όποτε άθρωπος μετράει Μ' αλλουνού ομιοπαθή του Την πικρή κατάστασί του, Και παρατηράει την ξένη 895 Πλιο πολύ βασανισμένη, Βρίσκει τότες κάπια αιτία Την πολλή φιλοτιμία Της καρδιάς του να ησυχάση, Τα δεινά του να ξεχάση. 900 Του δειλού και φοβιτζιάρη Λείπει ελευθεριάς η χάρι, Και στον κόσμον όσο ζη, Οχ το δυνατώτερό του Σκλάβος σέρει το ζυγό του 905 Με τους φόβους του μαζί.

ΚΕΝΤ Ω καρδιά μου, σχίσου, καρδιά μου, ράγισε! ΕΔΓΑΡ Ω! Άνοιξε τα 'μάτια, αυθέντα! ΚΕΝΤ Μη τον τυραννείς! Ας ησυχάση πλέον! Πρέπει κανείς να τον μισή διά να προσπαθήση να τον τεντώσητον σκληρόν τον φάλαγγα του βίου ακόμη περισσότερον! ΕΔΓΑΡ Απέθανε τω όντι! ΚΕΝΤ Το θαύμα είναι ως εδώ, κ' εις τόσα, πώς ν' ανθέξη! Παρέζησεν. Ο Θάνατος τον είχε λησμονήσει.

Έδειχναν όμως ακόμα πως πέρασε πολλές συφορές κ' ήπιε πολλά φαρμάκια. — Πάλε θυμωμένος είσαι; ερώτησε συμπαθητικά το γιο της. — Όχι, μητέρα· δεν είμαι θυμωμένος· είπε ο Αριστόδημος, βιάζοντας τον εαυτό του να χαμογελάση. Να, για το γιόκα σου έλεγα· δε μπορεί να ησυχάση καθόλου. Όλο παιγνίδια και τρεχάματα.

Ο Μάχτος είξευρεν ότι η πράξις του ήτο κακή, αλλά δεν ηδύνατο να την παραλίπη. Είχεν ανάγκην να μάθη τι έλεγεν εις τον πατέρα του ο ξένος. Άλλως δεν ηδύνατο να ησυχάση. Η υπόνοια, ην είχε συλλάβει ο Μάχτος, ας είπωμεν τούτο, ήτο περίπου τοιαύτη. Ο νέος υπώπτευσεν ότι ο ξένος ούτος ηράτο της Αϊμάς, και ήθελε να την νυμφευθή. Προς τούτο λοιπόν διεπραγματεύετο με τον πατέρα του.

Στην πρώτη την παραμικρή αφορμή που θάδιναν μεταξύ τους οι κατάδικοι, συνάφορμα αφτός πως θα τους ησυχάση, έπαιρνε πέντε έξη άντρες με τα όπλα τους κ' επήγαινε μέσα στα φοβερά μπουντρούμια. Το σκοινί στη βούτα να μαλακώση. Άνοιγμα ένα, ένα τα δωμάτια. Ο τάδε και ο τάδες φυλακισμένοι, αθώοι αφτοί στην αναμεταξύ τους ταραχή αλλά για να πληρώσουν την αναφορά που υπόγραψαν, να βγουν όξω.

Της άνοιξις η χάρι Σε λουλουδάκια, Σε χορταράκια, Και με λαμπρό φεγγάρι, Εκεί που είχε πλαγιάση Να ξαποστάση, Να ησυχάση, Του είχε ενθουσιάση Το γνωστικό κεφάλι, Να τραγουδήση Την πλούσια φύσι Τα αμίμητά της κάλλη. Η Μουσαις ξυπνημέναις Στην ταραχή του, Πολλή κραυγή του, Πετιούνται ξαφνισμέναις, Και απανωταίς προβαίνουν, Μον σαν τον ίδαν Ακέριον Μίδαν, Γελάν, και μεταμπαίνουν.

Και μια βραδεία την ώρα οπού ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον: — Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα! Ο παπά-Κονόμος το ήκουσε κατά πρώτον την ώραν οπού εδιάβαζε τον Απόδειπνον εις το σπίτι του, διά να ησυχάση.

Μετά λίγην ώρα εβγήκεν από την κρεββατοκάμερα άλλος γιατρός που είπε πως πρέπει ν' αφήσουν τον άρρωστον να ησυχάση. Λίγολίγο άρχισεν ο κόσμος να φεύγη, έως ότου δεν απέμειναν παρά ο γιατρός, ο παπάς και δυο σπητικοί φίλοι. Τα μεσάνυκτα επήγαν κ' εκείνοι να εξαπλωθούν εις το επάνω πάτωμα, αφού έδωκαν παραγγελία εις τον στρατιώτη της υπηρεσίας να μείνη στη σάλλα και αν τύχη τίποτες να τους κράξη.

Πάρ' τηνε και θα ιδής. Η κυρία Μαχαλά δεν πείστηκε τόσο στα λόγια της γριάς όσο στην ανάγκη. Ήταν μικρομάννα, κρατούσε και σπίτι ανοιχτό. Δεν είν' εύκολο να κάνη όσα λέει κανείς απάνου στο θυμό του. Την κράτησε χωρίς όμως και να ησυχάση. Τι άνεμο! Ένα δουλικό που κάνει τέτοιες συμφωνίες, θα ειπή πως είνε για τα πανηγύρια. Ποιος ξέρει τι ξαδερφολόι και κακό θα μπαινοβγαίνη στο σπίτι της!

Βέβαια, ο Θεός δε θέλει να μισούμε ο ένας τον άλλο, μα πάλι πως να κάθεται να βλέπη τα καμώματα του άθεου; δεν θα ήταν σαν να εσυμφωνούσε μαζή του; Ο Άνθιμος είχε γείνη καλόγερος για να ησυχάση, για ν' αποφύγη κάθε πειρασμό του κόσμου και τώρα να βλέπη ασχημίες στο Κοινόβιο μέσα και από ποιόν; από τον πρώτο, από την κεφαλή!