United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλοτε πάλιν εξεχνούσε πώς αυτός είχε κλειδώσει και εκράτει το κλειδί, και επιστρέφων από τον εσπερινόν, εκτύπα την θύραν καλών: — Άνοιξε, Κουκκίτσα! Την πρώτην παρασκευήν, το δειλινόν, εκεί οπού εδιάβαζεν εις το δωμάτιόν του και ήρχοντο αι ενορίτισσαι να του φέρουν προσφοραίς και κόλλυβα, εφώναζεν ο παπά-Κονόμος: — Κουκκίτσα! Έβγα να πάρης τα κόλλυβα! Αι ενορίτισσαι έκπληκτοι εσταυροκοπούντο.

Και απέμεινεν ο παπά-Κονόμος μόνος, ολομόναχος, με μόνον το πετραχείλι του, απαράκλητος και απαρηγόρητος, προσπαθών να εύρη αναψυχήν εις μίαν μεγάλην αγροτικήν εργασίαν την οποίαν ήρχισε πίσω εις την Κεχριά, μίαν δασώδη οροσειράν, προς το δυτικόν μέρος της νήσου, όπου άρχισαν τελευταίον οι νησιώται να ξανοίγουν αγρούς.

Η Κουκκίτσα. Κ' έγεινεν ένα με το στασίδι ο περίφοβος γέρων. Ο παπά-Κονόμος κατεχόμενος και αυτός από άγνωστον φόβον, στρέφει προς την θύραν του ναΐσκου εν τρόμω και βλέπει οπτασίαν θαυμασίαν και γοητευτικήν.

Και μια βραδεία την ώρα οπού ανάπτουν τα φώτα, ολίγας εβδομάδας μετά τον θάνατον της Κουκκίτσας, διεδόθη εις το χωρίον: — Βρυκολάκιασεν η Κουκκίτσα! Ο παπά-Κονόμος το ήκουσε κατά πρώτον την ώραν οπού εδιάβαζε τον Απόδειπνον εις το σπίτι του, διά να ησυχάση.

Τι να πω κ' εγώ, παπά-Κονόμε. Εγώ την είδα τρεις φοραίς την Κουκκίτσα. Άλλο τίποτε δεν ξέρω... Είπεν ο βοσκός σαν με εντροπήν, Ο παπά-Κονόμος ετοιμάζετο ήδη να απέλθη και ηγέρθη να προσκυνήση. Αλλ' αίφνης ριπαί ανέμου ηκούσθησαν από τον πευκώνα έξω, όστις εσείσθη ακαριαίως όλος.

Και αν δεν ήλθεν ο Φραγκούλας, εσκέφθη, θα τ' άναψαν αι γυναίκες τα κανδηλάκια και θα εθυμίασαν. Εκείνας τας ημέρας οπού τόσον εφημίσθη τα βρυκολάκιασμα της Κουκκίτσας εσυνάζοντο εκεί κάθε βράδυ ενωρίς, πολλαί γυναίκες από περιέργειαν. Ο παπά-Κονόμος έμενεν ήδη αρκετήν ώραν εις τα στασιδάκι του, ότε, νύκτα βαθεία, ακούει κτύπον απέξω, κτύπον χονδρόν πίπτοντος κατά γης δεματίου ξύλων.

Αι διαδόσεις των γυναικών του επροξένουν αποστροφήν και τρόμον. Αλλ' η ωραία οπτασία του χωρικού, η τόσον τρυφερά, η έχουσα την σκηνήν της εις τον γλυκύν εκείνον ναΐσκον όστις τόσον επράυνε την θλίψιν του, του εφαίνετο πολύ φυσική διά μίαν ψυχήν Δικαίου. — Μπάρμπα-Γιωργό, η ψυχή είναι αθάνατος, είπεν ο παπά-Κονόμος. Αι ψυχαί ζουν εις τον άλλον κόσμον τον αιώνιον.

Όταν απερνούσεν από τον Άγι-Αντώνηκαι απερνούσε κάθε βράδυ, εκείναις ταις ημέραις ο παπά-Κονόμος, καβάλα στο γαδουράκι τουησθάνετο μεγάλην χαράν να ξεπεζεύση εις την αυλίτσαν του μικρού εξωκκλησίου, να έμβη μέσα, να χαιρετίση τας αγίας εικόνας και έπειτα να καθίση στο μόνον στασιδάκι, όπου υπήρχεδιά τον ψάλτηνκαι να ξεκουρασθή, αφαιρούμενος σιωπηλός με τα μικρά κανδήλια, οπού εφεγγοβολούσαν εκεί, στην αράδα, την γαλήνην και την ανάπαυσιν, πραγματικήν εκεί και ζωντανήν ανάπαυσιν, αντανακλώντα το ακίνητόν των φως εις τας ακινήτους μορφάς των αγίων.

Και προσέθηκεν. — Έχουν ιδεί τέτοια τα μάτια μου! . . . . . Από τότε ο παπά-Κονόμος ήτο τελείως παρηγορημένος. Μετ' ολίγον δε έπαυσαν και αι πικραί εκείναι διαδόσεις μεταξύ των γυναικών του χωρίου. Και δεν ηκούετο πλέον το όνομα της Κουκκίτσας, ειμή εν τη εκκλησία κατά Σάββατον, οπού το εμνημόνευεν ο παπά-Κονόμος, ο πατέρας της, με δακρυσμένους πάντοτε τους οφθαλμούς του . . . .

Μετ' ολίγον εξήλθεν η παρθένος από το ιερόν βαστάζουσα θυμιατήριον εσβεσμένον και θυμιάζουσα τάχα. Και τότε την είδε κατά πρόσωπον ο παπά-Κονόμος. Έβλεπε τότε εκπληρούμενον τον πόθον του τον βαθύν. Έβλεπε την κόρην του. Ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Η κόμη της, τα μάτια της, τα ανάστημα.