United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατά αλήθειαν από τότε μου απερνούσε πολύ χρυσίον και αργύριον διά κάθε μου χρείαν· εφαινόμουν πλέον πλούσιος από εκείνο που πρώτα ήμουν, και έξω από αυτό, είχεν αυτή προς εμένα ένα μεγαλώτατον θάρρος, και δεν έκανε τίποτε αν δεν το εφανέρωνε πρώτον εμένα. Και με τούτον τον τρόπον εζήσαμεν διά πολλούς χρόνους.

Ο Βανάης ήτον ένας άνθρωπος, που αγαπούσε τες τρυφές, εξώδευε με πολλήν γενναιότητα, εχάριζεν εις τους φίλους του πολλά δώρα, εδάνειζε εις τους στενοχωρημένους όσα αργύρια και αν ήθελαν, εκυβερνούσεν εκείνους που είχαν χρείαν, και κοντολογής δεν ήτον ήσυχος αν απερνούσε μία ημέρα, που να μη κάμη καμμίαν ευεργεσίαν· έλαβεν αυτός αιτίας διά να εξοδεύη το εδικόν του, που από ολίγον κατ' ολίγον ευρέθηκαν εις κακήν κατάστασιν τα πράγματά του και έπεσεν εις δυστυχίαν χωρίς να το καταλάβη.

Έκλινε μετά χαράς εις ότι του επρόβαλα και έμεινεν εις το σπήτι μου, και ευρίσκοντας από ολίγον κατ' ολίγον ηδονήν εις την οκνηρίαν, απερνούσε χαροποιώς τας ημέρας του περιδιαβάζοντάς με τους φίλους του.

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Και ως τόσον ο Βασιλεύς από ολίγον ολίγον ανάπτοντας από το κρασί, αλησμόνησε που έκανε τον σκλάβον, και άρχισε να λέγη της Δηλαράς. Κυρά μου, κάμε μου την χάριν, τραγούδησέ μου κανένα τραγούδι εύμορφον από εκείνα που ηξεύρεις. Η Δηλαρά διά να τον ευχαριστήση ωσάν που απερνούσε διά μπουφόνος, επήρεν ένα τζιβούρι και το ελάλησε, συντροφιασμένον με την φωνήν της, που εφαίνονταν να ήτον αγγελική.

Εζούσα το λοιπόν πολλά ευχαριστημένος ομού με την Δειλνοβάτζη, που και αυτή είχε λάβει μορφήν ωραιοτάτης γυναικός, και απερνούσε και αυτή ως βασίλισσα και γυναίκα μου.

Μια Φοράδα ηληκιομένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα 395 Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της. Ν' αναθρέφη τα παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι 400 Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.

Αυτή αφού και ανέβηκεν εις τον θρόνον, το περισσότερον μέρος της ημέρας το εθυσίαζεν εις το να κυβερνά τον λαόν της, και εις το να κάνη τα όσα ήτον προ ωφέλειάν του· το δε υπόλοιπον το απερνούσε με μίαν σκλάβαν νέαν ονόματι Χαλάκ, η οποία είχε πνεύμα μεγάλον και φρονιμάδα, εις την οποίαν εφανέρωνεν όλα τα μυστικά, και εσυμβουλεύετο με αυτήν εις τα συμφερώτερα πράγματα του βασιλείου της.

Οι εγκάτοικοι αυτού του νησιού εκστατικοί εις το να βλέπουν την στεναχωρημένην ζωήν που αυτή απερνούσε, δεν έκαναν άλλο παρά να μιλούν εις κάθε τόπον δι' αυτήν, και διά τες αρετές της, διά τα οποία την εστοχάζονταν ωσάν μίαν αγίαν.

Σε λιβάδια που η φύσι Πλούσια είχε θησαυρίση ίσκιους, χλόαις, κλαριά, χορτάρια, Δροσερά νερά καθάρια, Μια Φοράδα ηληκιωμένη Οχ τη μοίρα απολαβαίνει Τ' αγαθά όλα ανταμομένα, Με τη μοναχή της γέννα. Κι' απερνούσε την ημέρα Σα φιλόστοργη μητέρα, Με πολλή ευχαρίστησί της Ν' αναθρέφη το παιδί της. Το ανήλικο Πουλάρι Σε μιας τόσης τύχης χάρι Βρίσκει πάσαν ηδονή του Εις την άσκοπην ορμή του.