United States or Uzbekistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ' Αρετώ. Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχε, ούτε φαμιλιάν. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγους, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς, διά να φυλάγη τας αίγας.

Ο βασιλεύς όμως με το να έμεινε λαβωμένος, δεν έλειψε να ξαναγυρίση την ακόλουθον ημέραν εις τον Αλή· και με τούτον τον τρόπον έκαμε διά πολλάς ημέρας·, και με το αίτιον διά να ιδή τες ζωγραφιές, έμβαινεν εις όλους τους οντάδες, και με εύμορφον τρόπον έμβαινε και εις εκείνον που εγώ ευρισκόμουν.

Αλλά δέξου με αφού είμαι γυμνός. ΕΡΜ. Δεν είσαι γυμνός, φίλε μου, αφού φορείς τόσα κρέατα. Λοιπόν να ταποβάλης, διότι μόνον το έν σου πόδι εάν πατήσης εις το πλοίον θα το βυθίσης. Αλλά και τους στεφάνους τούτους να ρίψης και τα κηρύγματα . ΔΑΜ. Ιδού, είμαι γυμνός, ως βλέπεις, πραγματικώς και ισοβαρής με τους άλλους νεκρούς. ΕΡΜ. Έτσι ελαφρός είσαι όπως πρέπει, ώστε έμβαινε.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· 220 «Πράγμ' είναι δύσκολ', ω γυνή, να σου τον παραστήσω, αφού καιροί μας χώρισαν, κ' ήδ' είν' είκοσι χρόνοι απ' ότε κείνος άφησε την γη την πατρική μου. αλλ' όμως θα σου τον ειπώτον νου μ' ως αναφαίνει. πορφυρήν χλαίναν δασερήν ο θείος Οδυσσέας 225 διπλήν εφόρει με χρυσήν περόνην, 'που 'χε δύο αυλούς διδύμους, κ' έμπροσθε τεχνούργημ' ήταν θείο· σκύλος ζαρκάδι παρδαλότα εμπροσθινά του εκράτει κ' εκύττα το 'που σπάραζε· και αυτό θαύμαζαν όλοι πώς, ενώ πλάσθηκαν χρυσοί, κυττά και πνίγει ο σκύλος 230 το ζάρκαδο, και αυτό σπαρνά τα πόδια, να του φύγη. χιτών' ακόμη του είδα εγώ λαμπρότατοντο σώμα, κ' εγυάλιζ' ως εις το ξερό κρεμμύδι επάνω η φλούδα· τόσ' ήταν κείνος μαλακός κ' είχε του ηλιού την λάμψι· γυναίκες τον εθαύμασαν πολλαίς οπού τον είδαν. 235 και εις άλλο ακόμα πρόσεχε· δεν ξεύρ' αν ο Οδυσσέας είχεν από το σπίτι του τα ενδύματα, 'που εφόρει, ή φίλος αν τα χάρισεν, ότ' έμβαινετο πλοίο, ή ξένος· ότι αγάπησαν πολλοί τον Οδυσσέα, επειδή μες τους Αχαιούς ολίγους είχε ομοίους. 240 κ' εγώ ξίφος ολόχαλκο και πορφυρήν χλαμύδα διπλήν ωραίαν του 'δωκα, και μακρυόν χιτώνα, και ως τ' εύμορφο καράβι του με σέβας τον επήρα. τον ακολούθα κήρυκας ολίγο ανώτερός τουτην ηλικίαν ως και αυτόν θα σου τον παραστήσω· 245 καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κ' είχ' όνομα Ευρυβάτης· και αυτόν απ' τους συντρόφους του τιμούσ' ο Οδυσσέας εξόχως, ότι εταίριαζε μ' αυτόν εκείνου η γνώμη».

Από την δωδεκάδα μόνον ο μπάρμπα Χρήστος με το ψηλό φέσι, το όρθιον, έψαχνε τόση ώρα να εύρη την σακκούλα του μέσατον κόρφο του, κι' εγώ για να μη περιμένω τον άφησα. Ο καϊριστής πάλιν εκείνος μου πήρε ένα σφάντσικο, αντί να μου ρίξη. Γιατί αυτός δύο φοραίς τον χρόνον έμβαινετην εκκλησίαν, και δεν εγνώριζε τι κάμνουν και πώς φέρονται οι χριστιανοί.