Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Πώς το εννοείς αυτό; Ξένος. Του πεζού κυνηγίου υπάρχουν δύο μεγάλα μέρη. Θεαίτητος. Ποίον είναι το έν και ποίον το άλλο; Ξένος. Το ένα είναι κυνήγιον των ημέρων, το δε άλλο των αγρίων. Θεαίτητος. Και πώς; Υπάρχει ποτέ κυνήγιον ημέρων; Ξένος. Εάν ο άνθρωπος είναι ήμερον ζώον, βεβαίως υπάρχει. Από όλα αυτά ό,τι σου αρέσει, όρισέ το και εμπρός μας. Θεαίτητος.

Άλλως δε η κόρη αύτη συνέλαβεν ένοχον σχέδιον. Ο σκοπός αυτής ήτο να μείνη, να υποστή τον γάμου τούτον ον τη επέβαλλεν ο Πλήθων, ν' ακούση αυθημερόν τας αποκαλύψεις αυτού, και ακολούθως.....να δραπετεύση. Τις ήθελε το πιστεύσει ότι ηδύνατο να διανοηθή τοιαύτα το ήμερον τούτο πλάσμα; Και όμως είνε αληθές.

Πώς λοιπόν αυτοί είναι ευτυχέστατοι; ηρώτησεν ο Κέβης. Διότι, είπεν ο Σωκράτης, επόμενον είναι να επιστρέφουν πάλιν εις έν γένος ζώων ωσάν αυτούς κοινωνικόν και ήμερον, ίσως ή μελισσών ή σφηκών ή μυρμήκων ή και εκ νέου εις το ίδιον το ανθρώπινον γένος και να γίνωνται από αυτούς άνδρες φρόνιμοι. Επόμενον είναι, είπεν ο Κέβης.

Και τόσον ζωηρόν ήτο το φανταστικόν του αίσθημα, ώστε διέχυνε φρικιάσεις ηδονικάς εις τα νεύρα του. Αλλά την εκτέλεσιν της αποφάσεώς του ανέβαλλε το πείσμα το οποίον εξήγειρεν εις την ψυχήν του η επίμονος και ακατανίκητος αντιπάθεια της Μαργής. Τον επείσμωνεν η ιδέα ότι μετά τόσας προσπαθείας δεν είχε κατορθώσει νακούση ένα ήμερον λόγον από τα χείλη της. Η ανδρική του υπερηφάνεια εξανίστατο.

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Εγνώριζε τα στοιχειά, τους αράπηδες με την τσιμπούκα, της λάμιες και τους καλικαντζάρους, όπου έρχονται τώρα τα Χριστούγεννα. Το στοιχειό του σπιτιού ποτέ δεν κάμνει κακόν. Επιφαίνεται πότε ως ήμερον αρνάκι, πότε ως κλώσσα με τα πουλιά. Η νεράιδες αγαπούν να βγαίνουν την ημέραν εις τον ήλιον, όταν είνε ζέστη, καταμεσήμερα, και να χορεύουν.

Ο Μανώλης έγινε κατακόκκινος και ησθάνθη να τον κυριεύη πάλιν το θέλγητρον των γλυκυτάτων εκείνων οφθαλμών. Το τουρλωτόν φέσι του εφάνη την εσπέραν εκείνην ήμερον, ως νυκτικός σκούφος, και εις το τραπέζι συνέκρουσε το ποτήρι με τον Στρατήν, ο οποίος τον ηυχήθη: — Στσι χαρές σου, κουνιάδο!

Αύτη δεν είχεν ανάγκην περιφράσεων προς ταύτα, αλλά διηγήθη τα πράγματα, οία συνέβησαν. Το ήμερον δε και πράον του ήθους αυτής μετεδόθη και εις τον ακροατήν της, και δεν ωργίσθη ούτος. — Και διατί δεν μου το έλεγες τότε; είπεν ο Μόχτος μετ' ελαφρού μεμπτικού τόνου.

ΖΕΦ. Καλά, τον έρωτα τον γνωρίζεις, τα κατόπιν δε θ' ακούσης τώρα. Η Ευρώπη παραλαβούσα τας φίλας και ομηλίκους της κατέβη εις την παραλίαν και έπαιζε μετ' αυτών• ο δε Ζευς ομοιωθείς προς ταύρον ωραιότατον, έπαιζε μαζύ των. Ήτο κατάλευκος, τα κέρατά του εκαμπυλούντο με χάριν και το βλέμμα του ήτο ήμερον.

Εάν το θυσιασθέν ήτο αρνίον, έν πράγμα λευκόν, πράον, ήμερον, ομοιάζον με αρνίον, δεν έπαυε να βγαίνη ακόμη γύρω εις τα θεμέλια της οικίας βελάζον θλιβερώς. Εάν το θύμα ήτο μοσχάριον, ένα βοϊδάκι μικρόν, μαυροκόκκινον, επαρουσιάζετο τριγύρω εις τα ερείπια. Εμούγκριζε με σιγανήν φωνήν, και πολλάκις, ενόσω η οικία εκατοικείτο, το μούγκρισμά του προεσήμαινε κακόν διά τους οικοκυραίους.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν