Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Ετραγωδούσε τώρα ηρέμα, ώστε να μη ακούηται εις την οδόν, άσματα της ξενιτείας περιπαθή, και ανεκάλει τον Νικολάκην «το ξενιτεμένο της πουλί», το οποίον το εφώναζεν «όπως η κλώσσα φωνάζει τα μικρά πουλάκια να έλθουν κοντά της, από κάτω από τα ζεστά της φτερά». Όλων δε των τρυφερών της ασμάτων η γλυκητάτη επωδός ήτο. «Σου στέλνω χαιρετήματα με του Βορειά τα κύματα».

Εγνώριζε τα στοιχειά, τους αράπηδες με την τσιμπούκα, της λάμιες και τους καλικαντζάρους, όπου έρχονται τώρα τα Χριστούγεννα. Το στοιχειό του σπιτιού ποτέ δεν κάμνει κακόν. Επιφαίνεται πότε ως ήμερον αρνάκι, πότε ως κλώσσα με τα πουλιά. Η νεράιδες αγαπούν να βγαίνουν την ημέραν εις τον ήλιον, όταν είνε ζέστη, καταμεσήμερα, και να χορεύουν.

Ακόμη και γαλής τίνος η σκιά, ήτις εκαμάρωνεν ως νύμφη επί τινος στέγης, ρεμβάζουσα υπό το φως της σελήνης, εζωγραφίσθη καί αυτή, ακίνητος και μεγάλη, με τας κομψάς κλίσεις των γραμμών του ευτραφούς σώματός της. Νησίς τις πετρώδης και στρογγύλη, εν μέσω του ορμίσκου, έλαμπεν ως μέγα αυγόν, το οποίον αργότερον ως κλώσσα ήθελε καλύψη με τας πτέρυγάς της η μαύρη νυξ.

Θα του άνοιγα αφόβως τα πτερά μου σαν την κλώσσα, Κι' εις την Κύπρον παρατάττων υποβρύχια καμπόσα, Θα του έλεγα « Ορίστε, φίλτατέ μου, να την πάρης. . . » Αλλ' απέτυχε εις όλα ο καϋμένος ο Γρυπάρης, Και μπορεί ο Δισραέλης εις την Κύπρον να ελθή, Δίχως πλέον τα δικά μας τα τορπίλλ να φοβηθή.

Κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του, και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μας φέρη· και όπως τον προλάβω, χωρίς καιρόν να χάνω ιδού τι αποφασίζω· ευθύς θ' αναχωρήση αυτός διά την Αγγλίαν, τον φόρον να ζητήση 'πού αμελούν να δώσουν· ίσως η θάλασσαις και ξένα μέρη νέα και τα θεάματα πολλά του ξερριζώσουν κείνο το πράγμα, οπού καθίζειτην καρδιά του, και οπού, καθώς ολοκαιρίς τον νουν του κρούει, από την στάσιν του τον βγάζει.

Η πρώτη αυτή αποτυχία αυξάνει τους φόβους του και ταράττει την ένοχον συνείδησίν του· ο Κλαύδιος καθαρά βλέπει ότι ο Αμλέτος κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του. και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μάς φέρη. και χωρίς να χάση καιρόν αποφασίζει να τον στείλη εις την Αγγλίαν, βεβαίως με τον απόκρυφον σκοπόν να τον παραδώση αυτού εις άφευκτον θάνατον.

Ο Μπουκώσης, όστις ενόει την μυστηριώδη γλώσσαν της φλάσκας, δι' ης αύτη εκάλει τους φίλους της, ως η κλώσσα τους νεοσσούς της, έκαμεν έν βήμα με τον δεξιόν πόδα, εν σχήματι ορθής γωνίας, δεύτερον βήμα με το αριστερόν γόνυ εις το έδαφος, εξηπλώθη τετραποδίζων, επλησίασεν εις τον σχοίνον, και λαβών την μεγάλην οινοβριθή φλάσκαν την επλησίασεν εις τα χείλη του, και έπιε γενναίαν δόσιν απνευστί.

Και τι μου μένει πούσυρα τόσα πολλά μαρτύρια 321 μ' αιώνιες μάχες, τη ζωή σαν τίποτα αψηφώντας; Πώς πάει η κλώσσα το σπυρί στ' αφτέρωτα πουλιά της σα βρει κανένα, κ' έπειτα ψοφά απ' την πείνα ατή της, έτσι κι' εγώ πολλές νυχτιές περνούσα ξαγρυπνώντας, 325 και μέρες μες στα αίματα βουτούσα και στους φόνους, και με στρατούς χτυπιόμουνα για τα δικά τους τέρια.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν