United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ειπέ μάλλον το «ευτύχημα», απήντησεν ο Πετρώνιος διότι δεν τους ήκουσε· πλην ομολογώ ότι το τυχαίον αυτό περιστατικόν παρ' ολίγον να τελειώση κακά. Ο Χαλκοπώγων ήθελεν ωρισμένως να του στείλη δι' ενός εκατοντάρχου την φιλικήν συμβουλήν να ανοίξη τας φλέβας του. — Και συ, Πετρώνιε, εχλεύασες τον Καίσαρα;

Τρικυμία στο γιαλό, τρικυμία και στο καράβι μέσα. Ερρέκαζεν η θάλασσα, ερρέκαζε και ο καπετάν Βαλμάς. Εκύταζεν εμπρός τη στεριά που επήγαινε αθέλητα με μάτι άγριο, λέγεις κ' έπασχε να την ανοίξη με το βλέμμα του· εκύταζε και το παιδί στο δοιάκι λουφασμένο σαν βροχοδαρμένο λαγουδάκι.

Και πλησιάζοντας εις την πόρταν είδα επάνωθέν της γραμμένα με χρυσά γράμματα τα κάτωθεν λόγια. «Όποιος και αν είνε που εδώ θα έλθη, και θελήση να ανοίξη την πόρταν, ας ηξεύρη ότι αυτή δεν ανοίγει με κλειδιά, παρά με τα ακόλουθα λόγια· Δεν είνε άλλος Θεός, παρά είς και ο Μωάμεθ είνε προφήτης του. Δεν είνε άλλος Θεός παρά ο Θεός· ο Αδάμ είνε ο εκλεκτός του Θεού.

Τη εβδομάδα που θα μας μπη, πάλι εδώ θα μ'έχετε. . . Αμέτενε γιατ' είναι μονάχη της η καψερή η Βεργινία!. . . Και πήρε τρεχάλα τον κατήφορο, φορτωμένη μιαν αγκαλιά λουλούδια, η θεια Ελέγκω, σα βαρέλι που κυλούσε απ’το βουνό και καθώς κατρακυλούσε, γύρισε και ξαναφώναξε : Λιόλια, όπως είπαμε, τη δουλειά σου και τη Βεργινία- τα μάτια σου τα δυό !. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Ο Νίκος κ’ η Λιόλια με τανθισμένα τους κλαριά και με τα λουλούδια, που τους απόμεινεν ολάκερη αγκαλιά, μπήκανε στην κάμαρη τη σκοτεινιασμένη απ’ τη σταχτερή τη σούρπα-σα νάμπαινε η ολόφεγγη και μυρωμένη άνοιξη.

Κάθε χρόνο η άνοιξη την αναστάτωνε: τα όνειρα της ζωής ξανάνθιζαν μέσα της, όπως τα ρόδα ανάμεσα στις πέτρες του παλιού νεκροταφείου, αλλά καταλάβαινε ότι ήταν μια περίοδος κρίσης, μια αδυναμία που θα περνούσε με τις πρώτες ζέστες του καλοκαιριού και άφηνε τη φαντασία της να ταξιδεύει σπρωγμένη από τη νυσταλέα ηρεμία που λίμναζε ολόγυρα, στην κόκκινη από της παπαρούνες αυλή, στο σκιερό από κάποιο περαστικό σύννεφο Βουνό, σε όλο το χωριό που οι μισοί του κάτοικοι ήταν στο πανηγύρι.

Και υπάρχει αληθινά, και κοιμάται, καθώς γράφουν τα βιβλία μας; — Μάλιστα, παπά μου. Είχα γνωρίσει ένα Ιμάμην που εις το κρυφόν ήτο Χριστιανός. Είνε πολλοί τέτοιοι εις την Πόλιν. Μου λέγει λοιπόν ο φίλος μου ένα μέγα Σάββατον. — Σήμερα, καπετάνιο μου, θα ανοίξη η πόρτα της Αγίας Σοφίας, οπόθεν καταβαίνει κανείς εις τα υπόγεια. Όλον τον άλλον χρόνον είνε κλειστή η πόρτα αυτή.

Είνε βαρύς! απαντά σπεύσασα η Γερακούλα και προσπαθούσα να μετακινήση το εύρημα. Ο γέρων εδιπλασίασε την περιέργειάν του και κουτσά-κουτσά με τα δύο ραβδία του προέβη μέχρι της λόχμης. Όλαι περικυκλούσι τότε τον γέροντα, καθήσαντα εκεί και προσπαθούντα ν' ανοίξη το δοχείον. — Δεν φοβάσαι πατέρα; υπέλαβον αι νεάνιδες, ως εάν ήτο το δοχείον εκείνο φωλεά όφεωνΣωπάτε!

Αλήθεια είχαν κάνει άλλον ουρανό δικό τους οι μυγδαλιές με τάνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κ ό ρ ε ς του απάνω κόσμου. Αχ, μυγδαλιές ! γιατί να φανερωθήτε μπρος σταέχε μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγη μακριά από ταγόρι!

Εκεί ηκούσθη να κτυπούν εις την θύραν του παλατίου, και ο γέρων βασιλεύς υπήγε ν' ανοίξη. Μία βασιλοπούλα έστεκεν έξω από την θύραν· αλλά η τρικυμία την είχε κάμει άνω κάτω. Τα νερά έτρεχαν από τα φορέματά της και από τα μουσκευμένα μαλλιά της, τα υποδήματά της ήσαν καταλασπωμένα, και ήτο εις κακήν κατάστασιν η πτωχή, αλλ' όμως έλεγε και καλά ότι ήτο αληθινή βασιλοπούλα.

Μονάχα οι γυναικούλες, που δεν είχανε άλλη δουλειά, τον φέρνανε συχνά στις ομιλίες τους: «Ο καϋμένος ο τρελλός!... » Μιλούσανε για τα μεγάλα του ξανθά μαλλιά, για το χλωμό του πρόσωπο και τα βαθουλωμένα του μάτια. Κι' όταν γυρίζανε την άνοιξη και το καλοκαίρι απ' τα χωράφια και τις ακροποταμιές λέγανε πειράζοντας η μια την άλλη: «Να ο τρελλόςΚαι καμμιά δεν τρόμαζε.