United States or Indonesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγα δευτερόλεπτα, αφού ανήλθεν εις ύψος ολίγων οργυιών, εκρύπτετο όπισθεν του πρώτου προέχοντος βράχου, κ' εγίνετο άφαντη. Ευθύς κατόπιν οι δύο χωροφύλακες, οίτινες διά να φθάσουν έως το μέρος όπου ευρίσκετο ο βοσκός, ήτο ανάγκη να χαμηλώσουν και διέλθουν το ρεύμα, μεταξύ της πυκνής λόχμηςκαι την περίστασιν ταύτην είχεν επωφεληθή όπως φύγη η Φραγκογιαννούέφθασαν πλησίον του Λυρίγκου.

Είνε βαρύς! απαντά σπεύσασα η Γερακούλα και προσπαθούσα να μετακινήση το εύρημα. Ο γέρων εδιπλασίασε την περιέργειάν του και κουτσά-κουτσά με τα δύο ραβδία του προέβη μέχρι της λόχμης. Όλαι περικυκλούσι τότε τον γέροντα, καθήσαντα εκεί και προσπαθούντα ν' ανοίξη το δοχείον. — Δεν φοβάσαι πατέρα; υπέλαβον αι νεάνιδες, ως εάν ήτο το δοχείον εκείνο φωλεά όφεωνΣωπάτε!

Όλα τα λουλούδια της περί την άμπελον λόχμης και τα οπό τας ελαίας, εν τη χέρσω γη, θερμανθέντα ετάνυσαν και ήπλωσαν τα ποικιλόχρωμα φύλλα των, εφ' ων μετά βόμβου ήρχοντο να επικαθήσωσι μέλισσαι και σφήκες και ζούνες και άλλα ζωύφια διά της συχνής μετατοπίσεώς των δεικνύοντα την χαράν, την οποίαν ησθάνοντο, ως αυθένται του διηνθισμένου εκείνου λειμώνος.

Ηκούετο ακόμη ο συνεχής συρμός όπισθεν της λόχμης από των βιαίως σειομένων θάμνων, ως όταν από στενής ατραπού δάσους διέρχεται υποζύγιον φορτωμένον. Μετ' ολίγον προσήλθον και αι άλλαι δύο θυγατέρες και ο γέρων με τα ραβδία του. Έφερον και το ονάριον και τους σάκκους των φύλλων. — Τι κάμνομεν! ηρώτησεν ο καπετάν-Θοδωρής. Ώρα να πηγαίνωμεν.

Έχομεν εδώ ένα παιδαγωγόν Έλληνα, είπε, στραφείς προς τον Πετρώνιον, όστις παραδίδει μαθήματα εις τον υιόν μας και η Λίγεια παρίσταται εις τα μαθήματα ταύτα. Ο Πετρώνιος παρετήρει τώρα διά μέσου της λόχμης του κισσού και του αιγοκλήματος τον κήπον και τα τρία πρόσωπα τα οποία έπαιζον εντός αυτού.

Η Γερακούλα τον είδε τότε βιαίως περιπεπλεγμένον εντός του δάσους, τον είδε κλονισθέντα μίαν στιγμήν ως να ήθελε να πέση κάτω και να κυλισθήήτο ανώμαλον και βραχώδες το έδαφος και ολισθηρόν συνάμα εκ των ξηρών φύλλων των πευκώνπλην τον είδε καταβαλόντα τελευταίαν αντίστασιν και διά της κεφαλής του προς τα εμπρός υπερνικήσαντα, εισδύσαντα εντός της λόχμης και γενόμενον άφαντον.

Κ' ησθάνετό τις γλυκύν τον αντίλαλον ν' αναβαίνη από του ρεύματος διά των φύλλων της μυρωμένης εκείνης λόχμης ως ένθους και γοητευτική αρμονία νυμφών, κατακηλούσα την ακοήν και καθηδύνουσα την καρδίαν. Διά τούτο αι φιλοσκώμμονες άλλαι γυναίκες τας απεκάλεσαν, κατά το εγχώριον γλωσσικόν ιδίωμα, Αναράιδες . — Γιατί να μας λένε Αναράιδες ; έλεγεν ενίοτε η μεγαλειτέρα.

Εστάθη τότε, επέζευσε, αφήκε τον ίππον του κ' επροχώρησε προς το μέρος οπόθεν ήρχετο η φωνή, πάντοτε μετά προφυλάξεως, διότι δεν ελησμόνει ούτος ότι τα εξωτικά πολλάκις διά τοιούτων προσποιήσεων φέρουν πλησίον των τους διαβάτας. Εύρε δ' εκεί τον Δημήτρην κατακείμενον εν μέσω της λόχμης, κατακόκκινον, με ημικλείστους οφθαλμούς. — Πατριώτη, ρε πατριώτη! είπε, λακτίζων αυτόν ελαφρώς.

Ούτω τερατωδώς εις τους οφθαλμούς του ενεφανίσθησαν τα ωραία και αγγελόμορφα φαντάσματα των Νεράιδων. Επήρε τον ανασασμόν του μια, όταν ηλευθερώθη από του ημίσεως φορτίου του, και μετ' ολίγον ευρέθη κάτω εις την παραλίαν. Όπισθεν της λόχμης ήτο ευρύ μονοπάτιον.

Υπήρχον εκεί δύο ή τρεις νερόμυλοι, μάλλον παλαιοί και άχρηστοι, εκ των οποίων ο είς μόνον εδούλευε, και τούτο σπανίως. Όλα εδείκνυον την ερημίαν, δεν εφαίνετο ίχνος ανθρώπου εκεί. Η Φραγκογιαννού, από περισσήν προφύλαξιν, δεν ηθέλησε να πλησιάση. Απέφυγε το μέρος εκείνο, εβάδισεν όπισθεν λόχμης, κ' έφθασεν εις γούρναν βαθείαν, με διαυγές νερόν, γνωστήν εις ολίγους. Ήτο μέρος κρυφόν και απάτητον.