United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έφερον εις τον βασιλέα την είδησιν όλων τούτων των γεγονότων κατεπλάγη διά την επιδεξιότητα και την τόλμην του ανθρώπου τούτου· τέλος πάντων δε έπεμψεν εις όλας τας πόλεις και διεκήρυξεν ότι τον συγχωρεί και τω υπόσχεται μεγάλα πράγματα εάν παρουσιασθή ενώπιόν του.

Τέσσαρες λυχνούχοι αργυροί, αοράτως και αθορύβως εκεί μετακομισθέντες, έφερον λυχνίας χρυσάς, πληρούσας τον θάλαμον ιλαρού και απλέτου φωτός. Τις και πώς έφερε τους λυχνούχους εκείνους εις τον κοιτώνα της, ούτε είδεν η Ψυχή ούτε ήκουσεν· η δε ασθενής αυτής κεφαλή, καταπεπονημένη εκ των αλλεπαλλήλων εκπλήξεων ολοκλήρου ημερονυκτίου, ουδέ καν να μαντεύση προσεπάθησε.

Λέγουσι δε οι αυτοί Δήλιοι ότι η Άργη και η Ώπις, παρθένοι εκ των Υπερβορείων, διελθούσαι διά των αυτών χωρών, έφθασαν εις την Δήλον προ της Υπερόχης και της Λαοδίκης και ότι έφερον εις την Ειλείθυιαν, χάριν του ευκόλου τοκετού των γυναικών, τον φόρον τον οποίον έταξαν. Προσθέτουσι δε ότι η Άργη και η Ώπις ήλθον ομού με αυτούς τους θεούς και ότι εδόθησαν εις αυτάς άλλαι τιμαί παρά των Δηλίων.

Η πόλις δεν ηδύνατο να τους χωρέση ευκόλως· και όπως τώρα, οι οδοιπόροι έφερον και τότε μεθ' εαυτών τας σκηνάς των και όλα τα σκεύη τα εξυπηρετούντα τας πρώτας ανάγκας των.

Ναι μεν, διετήρει εισέτι την ελαστικότητά του, αι δε μικραί του κνήμαι έφερον ευκόλως το υπερκείμενον βάρος, αλλ' ουχ ήττον, οπόταν είχε σύντροφον εις τους περιπάτους του, εφρόντιζε να φέρη την ομιλίαν εις τρόπον ώστε να ομιλή ο σύντροφος εις τον ανήφορον, αυτός δε να λαμβάνη τον λόγον εις τον κατήφορον ή επί ομαλού εδάφους.

Τέλος, αφού τους έφερον εις κρήνην τινά λεγομένην ότι είναι του Απόλλωνος, τοις είπον· «Ω Έλληνες, εδώ σας συμφέρει να κατοικήσετε, διότι εδώ ο ουρανός είναι τρυπημένοςΕπί των ημερών του οικιστού Βάττου , βασιλεύσαντος τεσσαράκοντα έτη, και επί των ημερών του υιού αυτού Αρκεσιλάου, βασιλεύσαντος δεκαέξ έτη, οι Κυρηναίοι ήσαν τόσοι όσοι ήσαν εξ αρχής ότε εστάλησαν εις την αποικίαν.

Και πολλοί στερούμενοι των προς ταφήν αναγκαίων κατέφευγον εις επονείδιστα μέσα ένεκα των συχνών αποβιώσεων εις τας οικογενείας των· οι μεν απέθετον τους νεκρούς των εις πυράς, αίτινες δεν τοις ανήκον, και προλαμβάνοντες τους στήσαντας αυτάς έθετον πυρ· οι δε, ενώ άλλος νεκρός εκαίετο, ρίπτοντες άνωθεν εκείνον τον οποίον έφερον, έφευγον.

Αλλ' οι χαρακτήρες του έφερον αποτετυπωμένην τοσαύτην ανίαν, ως να εγίνωσκε γράμματα και ηδύνατο να την αναγνώση, Ουδείς λόγος απηυθύνθη πλέον προς τον Πρωτόγυφτον, ουδέ παράπονον ηκούσθη, ουδ' ετόλμα τις να τω απευθύνη λέξιν. Άλλως δ' έκαστος των κατοίκων της καλύβης κατείχετο, ως και ο Πρωτόγυφτος, υπό ιδίου λογισμού και κατετρίβετο περί μέριμνάν τινα.

Ούτω δε και ο εξής μύθος τον οποίον αναφέρουσι περί του Ηρακλέους είναι ολίγον ευήθης. Κατά την άφιξιν αυτού εις την Αίγυπτον, λέγουσι, στέψαντες αυτόν με φύλλα οι Αιγύπτιοι, τον έφερον μετά πομπής διά να τον θυσιάσωσιν εις τον Δία. Και μέχρι μέν τινος ο Ηρακλής έμενεν ήσυχος, ότε δε έφθασαν πλησίον του βωμού και ητοιμάζοντο να τον θυσιάσωσιν, έδειξε την δύναμίν του και τους εφόνευσεν όλους.

Ο Άρπαγος με είδε, με διέταξε να λάβω αμέσως το παιδίον, να αναχωρήσω κρατών αυτό και να το εκθέσω εις το μάλλον συχναζόμενον υπό των θηρίων μέρος των ορέων μας, λέγων ότι ο Αστυάγης διέταττε τούτο και προσθέτων τρομεράς απειλάς εάν δεν υπακούσω. Έλαβον λοιπόν το παιδίον και το έφερον, υποθέτων ότι θα ήτο υπηρέτου τινός, διότι ποτέ δεν θα ηδυνάμην να εικάσω τίνος ήτο.