United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτή η μουσική είνε νυσταλέα και επιτείνει την νύσταν η οποία στάζει από την βαρείαν ατμόσφαιραν του Νέου Φαλήρου. Άλλος ο οποίος αισθάνεται, όπως εγώ, την ανίαν αυτής της παραλίας, μου έλεγε πρό τινων ημερών: — Ο ανυπόφορος μουσικός θόρυβος, από τον οποίον είνε γεμάτη η Αθήνα ημέραν και νύκτα, μας παρακολουθεί και εδώ, όπου ερχόμεθα ν' ανακουφισθώμεν από την τύρβην της πόλεως.

Τα όντα θα εκλείψωσιν εκ της γης κατ' ουσίαν αμετάβλητα, ο δε τελευταίος άνθρωπος δεν θα διαφέρη από τον πρώτον, ειμή κατά το ένδυμα και κατά το όπλοναμφότερα τελειοποιημένα. Ο πρώτος Κάιν εδολοφόνησε τον αδελφόν του. Ο τελευταίος Κάιν θ' αυτοκτονήση από ανίαν και πλήξιν, διότι ούτε αδελφόν θα εύρη δια να δολοφονήση.

Ουδέ ταύτα όμως ουδ' η ακατάπαυστος επί δίσκων περιφορά μοναδικής την ποικιλίαν συλλογής δροσιστικών εξ ανανάς, ρόδων, πικροκεράσου, κιτρομήλου, ζιζύφου, ταμαρίνθου και παντός άλλου καρπού και άνθους, ουδέ του άραβος ταχυδακτυλουργού τα θαύματα, ουδέ της επαιτούσης ζάκχαριν δορκάδος η χάρις και η ημερότης, ούτε των μεταξοτρίχων αιλούρων της Αγκύρας αι θωπείαι, ούτε του πολυγλώσσου ψιττακού αι προσρήσεις, ουδ' αυτή της χαριτοβρύτου ξενοδόχου η παρουσία ήρκουν να νικήσωσι των πολυώρων εκείνων καταναγκαστικών συνεδριάσεων την πλήξιν και την ανίαν.

Η δε Ιωάννα ανεμνήσθη του ονείρου της και των ελπίδων, υφ' ων κατείχετο, ότε εισήλθεν εις το κοινόβιον εκείνο, όπου εύρε μόνον ανίαν, βιβλία παλαιά και σκέψεις οχληράς. «Λιόββα! Λιόββα! πότε θέλεις εκτέλεσει τας υποσχέσεις σουανέκραξε τέλος, σείουσα τας κιγκλίδας της φυλακής της μετ' απελπισίας.

Και εν ώραις μεν γαλήνης κ' ευδίας, ότε το πλοίον και η θάλασσα «πήζουσιν», οι δε ναύται δεν γνωρίζουσι πώς να διασκεδάσωσι την αφόρητον ανίαν της απλοίας, ή όταν ούριον πνεύμα ευαρέστως ωθή το πλοίον προς τα εμπρός και μαλακά-μαλακά ως τολύπη βάμβακος προσπίπτουσιν επί των πλευρών τα κύματα, γλυκά μινυρίζοντα, και δρόσος απολαυστική κατέρχεται από των ιστίων, ήτις τόσον καθηδύνει τους ναύτας, ώστε ανεπαισθήτως ν' αρχίζωσι το άσμα, εν ταις τοιαύταις γλυκείαις ώραις δεν είνε παράδοξον αν ενίοτε οι ναύται έπαιζον με την επικίνδυνον αυτήν ιδιοτροπίαν του καπετάν Κωνσταντή.

Αλλ' οι χαρακτήρες του έφερον αποτετυπωμένην τοσαύτην ανίαν, ως να εγίνωσκε γράμματα και ηδύνατο να την αναγνώση, Ουδείς λόγος απηυθύνθη πλέον προς τον Πρωτόγυφτον, ουδέ παράπονον ηκούσθη, ουδ' ετόλμα τις να τω απευθύνη λέξιν. Άλλως δ' έκαστος των κατοίκων της καλύβης κατείχετο, ως και ο Πρωτόγυφτος, υπό ιδίου λογισμού και κατετρίβετο περί μέριμνάν τινα.

Εορτάσιμόν τινα πρωίαν, καθ’ ην ο ουρανός του Βερολίνου θέλων, φαίνεται, να δικαιολογήση το κείμενον του Μωϋσέως, ήνοιγε τους καταρράκτας του, καταφυγών εις την έρημον βιβλιοθήκην και από αιθούσης εις άλλην περιφερών τα χασμήματα και την ανίαν μου, ευρέθην αίφνης εις την απέραντον στοάν, ένθα τα Θεολογικά του μεσαιώνος βιβλία, περιτυλιγμένα εις παχύ στρώμα λευκού κονιορτού, ως νεκροί εις τα σάβανά των, κοιμώνται βαθύν και ανενόχλητον ύπνον.

Και ο Μήτρος ήθελε σύντροφον εις την ερημίαν εκείνην και ανίαν της αέργου διημερεύσεως και η Σμάλτω το ίδιον. Αντί των χειρών και των ποδών, τα οποία εκράτουν εις κουραστικήν ακινησίαν, να φλυαρή τουλάχιστον η γλώσσα και να τέρπηται η ακοή.

Ο Ρούντυ, ο οποίος άλλοτε ήτο πάντοτε τολμηρός, ζωηρός και χωρίς συστολήν, εδώ δεν ησθάνετο τον εαυτόν του και τόσον εν ανέσει. Εκινείτο σαν να επατούσε επάνω σε ρεβίθια επί ολισθηρού εδάφους. Πώς περνούσε ο καιρός αργά, πώς περνούσε φρικτά, σαν να ευρίσκετο εις ανθρωποκίνητον Μύλον! Ήθελαν και να περιπατήσουν τώρα. Αλλά και αυτό έγινε με πολλήν νωθρότητα και με πολλήν ανίαν.

Γίνεται αναστάτωσις όλων τότε χάριν του αγίου Νικολάου, μέρος της χειρός του οποίου διατηρείται ανέπαφον εν τη εκκλησία του χωριδίου· ακούονται τύμπανα και χοροί και πολλοί προσκυνηταί συνέρχονται άλλοθεν και τούτο μέχρι της νυκτός, ότε τα πάντα παύουν εις τελείαν χαλάρωσιν και ανίαν.