United States or Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά μετά μικρόν αναθαρρήσασα, ακλόνητος εις την απόφασίν της, ητένισε μετά πειστικότητος τον άνδρα της: — Δίνω μια και του ζουπάω το κεφάλι· απήντησε. Και θέσασα εμπρός τα γαλιά, εξήλθε του χωρίου. Η Σμάλτω έβαινεν ήδη θαρραλέα προς τον σκοπόν της, ανυπόμονος να φθάση εις τον τόπον όπου ήλπιζε να συναντήση τον βοσκόν, πολλάκις προτρέχουσα των γαλίων, ως να ωθείτο υπό αναποδράστου ανάγκης.

Άρχεψε το φίδι! εσκέφθη η λυγερή, αδημονούσα. Και πάλιν επανήρχετο εις τας προτέρας σκέψεις της και πάλιν εδυσφόρει καθ εαυτής, κατά του σίτου, κατά του ανδρός της. Ότε είπεν εις αυτόν ότι είδε το φίδι εις την πατουλιά, εγέλασεν ούτος διά τον φόβον της και την είπε κουτήν. Αυτή ή ο Στάθης ήτο κουτός που δεν την ενόει; Φίδια η Σμάλτω, αληθινά φίδια, δεν εφοβείτο.

Η Σμάλτω υφίστατο την δοκιμασίαν αυτήν από τριών ήδη μηνών, από της ιδίας δηλαδή νυκτός κατά την οποίαν εγκατεστάθη εις Τρουμπέ. Τόρα όμως από της ημέρας του παθήματός της η δοκιμασία έγεινε στενωτέρα. Μόλις εξήρχετο εις την θύραν του οικίσκου της ευθύς αι γυναίκες την ητένιζον περιέργως εις τους οφθαλμούς.

Η Σμάλτω ήτο νεαρωτάτη, λυγερή, εύπλαστος το σώμα, μελαχροινή, με οσφύν εσφιγμένην ως καλαμιάς και κεφαλήν εύμορφην, ην εστόλιζον άφθονοι μαύροι βόστρυχοι και οφθαλμοί μεγάλοι, πάντοτε υγροί, ως να εψυχάλιζον εντός και ακριβείς ερμηνευταί των εσωτερικών εντυπώσεών της.

Έλεγε δε εις την νεαράν σύντροφόν του να συνοδεύση εις την βοσκήν τα γαλιά, τριάκοντα ζεύγη γαλιά, τα οποία είχεν αναπτύξη αρκούντως και από τα οποία ήλπιζε καλά κέρδη κατά τον ερχόμενον αύγουστον, ότε θα τα επώλει εις Ζακυνθίους ζωεμπόρους. — Δεν 'μπορώ σου λέω. . . δεν πααίνω! επέμενεν η Σμάλτω, αρνουμένη. Ο Στάθης εξεπλήσσετο διά την τόσην επιμονήν της γυναικός του.

Η Σμάλτω έμενεν εις την θέσιν της εκείνην, ανακεκλιμένη επί των ποδών και ακίνητος, το βλέμμα απλανές κρατούσα επί του στάχυος, τας χείρας χαλαρωμένας κάτω και ακροωμένη.

Τόρα και εις τον ύπνον της ακόμη, έβλεπε μίαν μορφήν εσκιασμένην ως υπό νέφους, αυλούσαν ηδυπαθώς, μέχρις εκλύσεως όλων αυτής των αισθήσεων. Ενώ τοιαύτα διελογίζετο η Σμάλτω, ο συριγμός της φλογέρας ηκούετο ακόμη μακράν, ευδιάκριτος υπό το δροσερόν φύσημα του ανέμου.

Η Σμάλτω ήκουεν ευκρινώς τους κωδωνίσκους των προβάτων όπισθεν των θάμνων της αφροξυλιάς, αλλ' ήθελε να μάθη αν και ο Μήτρος, ο βοσκός αυτών, ήτο εκεί. Κατείχεν όλην της την προσοχήν αυτή η σκέψις· εβασάνιζε την ψυχήν της ολόκληρον αυτή η αμφιβολία. Καλλίτερον να ήτο και να μην ήτο πάλιν καλλίτερον, εσκέπτετο.

Κ' εν τη νεκρική εκείνη της πεδιάδος ησυχία, μόνον τα ξηρά χόρτα και τα φύλλα εψιθύριζον, κινούμενα υπό του ανέμου, όστις έπνεεν από της θαλάσσης δροσερός δροσερός. Η Σμάλτω περιέφερε το βλέμμα πέριξ, εφ' όλων τούτων, ρεμβώδες και ήσυχον.

Αλλ' εκλελυμένη, όπως ήτο, κατά την βιαίαν της χειρός κίνησιν, κατέπεσεν εις σωρόν εις τας αγκάλας του Μήτρου. Δύο και τρεις ημέραι παρήλθον ήδη αφ' ης η Σμάλτω έπεσεν εις τας αγκάλας του βοσκού.