Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Μα γιατί δεν πας με τα γαλιά; ηρώτησε πάλιν, επανερχόμενος εις την προτέραν του ιδέαν ο χωρικός. — Φοβάμαι εψιθύρισεν η λυγερή μετά τινος στενοχωρίας. — Τι φοβάσαι; γιατί δεν εφοβόσουν τόσον καιρό; Η Σμάλτω έκυψε την κεφαλήν αμηχανούσα, διότι δεν είχε τι ν' απαντήση εις την δικαίαν ερώτησιν του ανδρός της.

Κ' αίφνης ανησυχία κατέλαβε την Σμάλτω εις την ανάμνησιν αυτήν, φόβος την κατεκυρίευσε περί του Στάθη, περί της ζωής του, την οποίαν εφαντάζετο κινδυνεύουσαν και οίκτος άμετρος διά τον αδικημένον. . . . .Ενώ ούτος έτρεχε κοπιάζων εις τον μύλον διά να της φέρη άρτον, να τρώγη ανέτως, αυτή κατεπρόδιδε την συζυγικήν τιμήν του, παρ' άλλου εναγκαλιζομένη.

Και τα γαλιά αυτά ακόμη η ιδία εφρόντισε και τα ανέπτυξε και τόρα από μηνός καθ' ημέραν τα συνώδευεν ευχαρίστως εις την βοσκήν. Πώς λοιπόν τόρα ήλλαξε τόσον έξαφνα ο χαρακτήρ της, και ο ίδιος ηπόρει. — Μα τι θες να κάμουμετο θεό σου! είπεν αίφνης, προσβλέπων αυτήν με ύφος, ενέχον εν ταυτώ ερώτησιν και οργήν. — Πααίνω εγώτο μύλο· εψιθύρισεν η Σμάλτω δειλώς, χαμηλώνουσα την κεφαλήν.

Όλαι αι κοιμηθείσαι αναμνήσεις της εξηγείροντο με νέαν μαγικήν περιβολήν και την συνήρπαζον. Τοιαύτην έμαθε την ζωήν, τοιαύτην την επόθει πάντοτε, μέχρι τέλους η Σμάλτω. Να τρέχη εις τα λειβάδια τ' ανθοσπαρμένα, ελευθέρα ως πεταλούδα, και να έχη προ αυτής ένα άνδρα αγαπημένον.

Την διέτασσεν επιμόνως να 'πάγη εις την βοσκήν των γαλιών χωρίς να ηξεύρη ότι την εξέθετεν εις κίνδυνον φοβερόν, από τον οποίον πολύ δυσκόλως λυτρούται ο άνθρωπος, διότι κύριον εχθρόν έχει τον εαυτόν του. Δεν ηδύνατο όμως να κάμη και άλλως, η Σμάλτω. Αφού ο Στάθης δεν ήτο πλέον εκεί ώφειλεν αύτη να συνοδεύση τα γαλιά· δεν έπρεπε να τ' αφήση να ψωφήσουν της πείνας!

Το φως της ημέρας εισέδυεν ήδη άφθονον από της ανοικτής θύρας και του παραθύρου, από του οποίου εφαίνετο η Σμάλτω εν τη σκιά, με νυσταλέους ακόμη οφθαλμούς και βεβαρυμένον το σώμα, εγείρουσα νωθρώς τας στρωμνάς μίαν μίαν από του εδάφους και αποθέτουσα διπλωμένας επί μιας ανεστραμμένης κοφίνας, χρησιμευούσης πάντοτε εις τους οίκους των χωρικών αντί στρωμνοθήκης.

Για 'με το λες; ηρώτησεν αίφνης, στραφείσα προς τον Μήτρον εν όλη τη αίγλη της μελαχρινής καλλονής της. — Ναι· κατένευσεν ο βοσκός χωρίς να διακόψη το αύλημα. — Κακά κάνεις. Ω! βεβαίως, πολύ κακά έκαμνεν ο βοσκός να παίζη με τόσην τέχνην. Αλλ' έκαμνε χειρότερα η Σμάλτω, ήτις ηκροάτο ακόμη του αυλήματος, το οποίον βαθμηδόν βαθμηθόν ανυψούτο εις τόνον περιπαθείας υπερνέφελον.

Και η Σμάλτω ήρχισε να περιλαμβάνη εις την κατάραν της και την ημέραν, κατά την οποίαν εγνωρίσθη το πρώτον μετά του Μήτρου και ν' αναπαριστά εις τον νουν της τας συναντήσεις των εκείνας. Δεν τον εφοβείτο τότε, καθόλου δεν τον εφοβείτο. Τουναντίον αυτή πρώτη επορεύετο προς τον βοσκόν και καθήμενοι οι δύω των υπό την σκιάδα, συνωμίλουν όλην την ημέραν.

Η Σμάλτω ήκουσε το κάρρον απόμακρυνόμενον μετά πατάγου και ησθάνθη την καρδίαν της συγκλονιζομένην μετά του εδάφους υπό τους ογκώδεις τροχούς του. Η αναχώρησις του ανδρός της κατ' εκείνην την ώραν την ετάρασσε μεγάλως και την κατέθλιβεν, ως μία παντελής εγκατάλειψις.

Αλλά το αύλημα εξηκολούθει αντηχούν, υπέρτερον της φωνής της και του βαναύσου γλουγλουκισμού των γαλλίων, έχον βοηθόν ακατάβλητον την ψυχράν και ξηράν πνοήν του ανέμου. Η Σμάλτω δεν ήξευρε πλέον και αυτή πώς διέκειτο και τι ήθελεν.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν