United States or Dominica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Καραϊσκάκης θέλων να ωφεληθή από την άγνοιαν των εχθρών διά να κάμη καμμίαν βλάβην εις αυτούς, διέταξε να μην εβγάλωσι τους ίππους εις μέρη όπου ήτον δυνατόν να φανώσιν εις τους εχθρούς, και την νύκτα της ενδεκάτης του αυτού μηνός διώρισε τον Γιαννάκην Σουλτάνην να υπάγη με πεντήκοντα στρατιώτας να κάμη ενέδραν εις τους αμπελώνας της Δομπραίνας, όπου εσυνείθιζον να πηγαίνωσι συχνά οι εχθροί διά σταφύλια και διά βοσκήν των ίππων των, και εάν μεν παρουσιασθώσιν ολίγοι εχθροί, να τους κτυπήση προσπαθών να τους εμποδίση την επιστροφήν, διά να δώση αιτίαν να τρέξωσιν εις βοήθειάν των οι λοιποί Τούρκοι από την Δομπραίναν· εάν δε ήναι πολλοί και ιππείς, να προσποιηθή φυγήν προς το μέρος της θαλάσσης και να αναβή εις τον πλησίον λόφον, όπου ο τόπος είναι άβατος εις το ιππικόν.

Αλλά και πάλιν το ζώον δεν εβάδιζε καλώς, με όλους τους κτύπους όσους του κατέφερε με μίαν λεπτήν βέργαν εις τα οπίσω του. Απεφάσισε λοιπόν ν' απαλλαγή της συντροφίας, ήτις θα ήτο μάλλον βάρος ή βοήθεια δι' αυτόν, και να δέση κάπου το ζώον διά να το αφήση να βοσκήση. Εζήτησε μέρος κατάλληλον διά να το δέση, αλλά δεν εύρεν εις τον επάνω Άι- Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν.

Και είχε μεν λόγον, ισχυρότατον μάλιστα λόγον, τον οποίον αν έλεγεν ευθύς ο Στάθης θα ηρεθίζετο, θα εζήτει συγχώρησιν διά το πείσμα του και θ' απήτει μάλιστα επιμόνως παρ' αυτής να μη πάγη πλέον εις την βοσκήν με τα γαλιά. Αλλά τον λόγον αυτόν δεν ήθελε να εκστομίση δι' όλον τον κόσμον η Σμάλτω.

Ιωάννην τον Πρόδρομον, καθ' ην είχε δώσει υπόσχεσιν εις τον παπά Διανέλον. Αλλά τότε μόνον ενόησεν ότι είχε λησμονήσει από το πρωί να το &αλλάξη& ήτοι να το μετατοπίση εις άλλην βοσκήν, και το πτωχόν το ονάριον δεν εφαίνετο πολύ χορτάτον, όταν ο κύριός του το έλυσεν.

Και τα γαλιά αυτά ακόμη η ιδία εφρόντισε και τα ανέπτυξε και τόρα από μηνός καθ' ημέραν τα συνώδευεν ευχαρίστως εις την βοσκήν. Πώς λοιπόν τόρα ήλλαξε τόσον έξαφνα ο χαρακτήρ της, και ο ίδιος ηπόρει. — Μα τι θες να κάμουμετο θεό σου! είπεν αίφνης, προσβλέπων αυτήν με ύφος, ενέχον εν ταυτώ ερώτησιν και οργήν. — Πααίνω εγώτο μύλο· εψιθύρισεν η Σμάλτω δειλώς, χαμηλώνουσα την κεφαλήν.

Διό, ότε μετ ολίγον ανεπτύχθησαν τα γαλιά διά την εξοχήν και ο Στάθης, απησχολημένος εις την καλλιέργειαν της σταφιδαμπέλου του, ανέθεσεν εις αυτήν την φροντίδα των, έγεινεν εκτός εαυτής από χαράν. Και ότε τα ωδήγει εις την βοσκήν, ετόνιζε το τραγούδι των κ' επήδα μεταξύ αυτών, υψηλά τον κάλαμον κρατούσα, εν μέθη και ευτυχία υπερτάτη.

Έβοσκε γοητευμένος, εφ' όσον εφώτιζε την γοητείαν του το έλαιον του λύχνου, εις τας μαγικάς πρασιάς των Τ ρ ι ώ ν Σ ω μ α τ ο φ υ λ ά κ ω ν, των Ε π τ ά θ α ν α σ ί μ ω ν α μ α ρ τ η μ ά τ ω ν και της Μ α λ β ί ν α ς, και ότε τέλος η περισσότερον αυτού νυστάζουσα θρυαλλίς ήρχιζε να αναδίδη καπνόν μάλλον ή φως, έκλειεν εκείνος τους οφθαλμούς και εξηκολούθει εν ονείρω την φανταστικήν του βοσκήν, ουδεμίαν έχων μέριμναν ή φροντίδα περί της αύριον, δυναμένην να ταράξη των ύπνων του την μακαριότητα.

Δεν ηδύναντο να εννοήσουν διατί έκοψεν αίφνης να συντροφεύη εις την βοσκήν τα γαλιά και ήρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ των τας παραδοξοτέρας δι' αυτήν εικασίας. Εκτός όμως των ξένων ήρχισαν και η μήτηρ και η αδελφή του Στάθη να κρίνουν αυστηρώς την θεληματικήν αυτήν κάθειρξιν της λυγερής.

Έλεγε δε εις την νεαράν σύντροφόν του να συνοδεύση εις την βοσκήν τα γαλιά, τριάκοντα ζεύγη γαλιά, τα οποία είχεν αναπτύξη αρκούντως και από τα οποία ήλπιζε καλά κέρδη κατά τον ερχόμενον αύγουστον, ότε θα τα επώλει εις Ζακυνθίους ζωεμπόρους. — Δεν 'μπορώ σου λέω. . . δεν πααίνω! επέμενεν η Σμάλτω, αρνουμένη. Ο Στάθης εξεπλήσσετο διά την τόσην επιμονήν της γυναικός του.

Την διέτασσεν επιμόνως να 'πάγη εις την βοσκήν των γαλιών χωρίς να ηξεύρη ότι την εξέθετεν εις κίνδυνον φοβερόν, από τον οποίον πολύ δυσκόλως λυτρούται ο άνθρωπος, διότι κύριον εχθρόν έχει τον εαυτόν του. Δεν ηδύνατο όμως να κάμη και άλλως, η Σμάλτω. Αφού ο Στάθης δεν ήτο πλέον εκεί ώφειλεν αύτη να συνοδεύση τα γαλιά· δεν έπρεπε να τ' αφήση να ψωφήσουν της πείνας!