United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ότε εισήλθεν εις την πρώτην εν μέσω των αγρών οδόν, την περιερχομένην οφιοειδώς τον λόφον, τα παιδία τον άφησαν ήσυχον, μη τολμήσαντα να καταδιώξωσιν αυτόν πορρωτέρω. Ήδη είχεν αρχίσει να νυκτόνη, και εφοβούντο το σκιόφως, όπερ εν τω μέσω των θάμνων και των δένδρων εφαίνετο πυκνότερον, και είχε φανταστικόν τι και απειλητικόν.

Αλλ' όμως δις ή τρις του μηνός συνήρχοντο ενταύθα πολλοί των προκρίτων της Λακεδαίμονος, όπως συζητήσωσι τας τότε δεινάς περιστάσεις. Πρωίαν τινά του ειρημένου μηνός, έκτακτος συρροή συνέβαινεν εις το μέγαρον. Πολλοί εκ των αρχοντίσκων των πέριξ και πολλοί εκ των ανθρώπων του λαού διευθύνοντο εις τον λόφον, εφ' ου έκειτο το μέγαρον, εισήρχοντο, ανέβαινον και κατέβαινον.

Τα τέκνα μου είνε αναρίθμητα. Και εκινήθη προς την θύραν, όπως εξέλθη. — Πού θα υπάγητε, ηρώτησεν η Αϊμά. — Θα υπάγω εις την οικίαν μου, οπόθεν ήλθα. — Και πού ευρίσκεται η οικία σας; — Είνε πολύ μακράν απ' εδώ. Η Αϊμά την ηκολούθησεν έξω της θύρας. Είδεν αυτήν λαβούσαν την οδόν, ήτις περιέκαμπτε τον λόφον, και γενομένην άφαντον όπισθεν της πρώτης καμπής. Είτα έτρεξε κατόπιν της.

Και συ έπλεες τότε εις ψευδή ασφάλειαν, πεποιθώς ότι κανείς άλλος δεν σε έβλέπεν από τον Θεόν και από τον Άγιον· αλλ' ο νέος εκείνος, όστις εφύλαγε τότε τα πρόβατα του μπάρμπα-Γιωργού, Θεός σχωρέσ' τον, του Κοψιδάκη, αν και δεν ήτον προικισμένος με το χάρισμα της προφητείας και των οπτασιών, ως ο αφέντης του, όταν σ' έβλεπεν αντικρύ από τον λόφον, κ' έκλειες την θύραν άμα έμβαινες εις το εξωκκλήσιον, κατήρχετο γοργάγοργά από τον λόφον, με τα τσαρουχάκια του, πατών εις την γην τόσον μαλακά ως να ήτο ελαφρός ατμός διολισθαίνων επί της χλόης, και συνεχών την αναπνοήν του, επλησίαζε σιγάσιγά εις την μικράν, μισοασβεστωμένην και λαδωμένην από την υπερβολικήν ευλάβειαν των προσκυνητριών υαλόφρακτον θυρίδα του ναΐσκου, κ' έβλεπε, χωρίς να τον βλέπης, τας μετανοίας και τας προσευχάς σου, και ήκουε, χωρίς να τον ακούης, τους ψιθυρισμούς σου και τους στεναγμούς σου.

Καλείται δε η κρήνη αύτη κρήνη του Ηλίου. Μετά τους Αμμωνίους, προχωρούντες ακόμη δέκα ημερών οδόν διά της αμμώδους ερήμου, ευρίσκομεν άλλον λόφον άλατος, όμοιον με τον Αμμώνιον, και ύδωρ· περί αυτόν κατοικούσιν άνθρωποι. Το άνομα του τόπου τούτου είναι Αύγιλα, και εκεί μεταβαίνουσιν οι Νασαμώνες διά να συλλέξωσι τον καρπόν των φοινίκων.

Και καταβάντες τον λόφον, επλησίασαν εις τα πρόθυρα του χωρίου. Ουδείς παρετήρησεν αυτούς. Μία μόνον γυνή, ήτις εκάθητο υπό δένδρον τι παρά την θύραν της καλύβης της, κρατούσα ηλακάτην, έστρεψε το βλέμμα προς αυτούς. — Από πού έρχεσθε; τους ηρώτησε. — Από το χωριό μας, απήντησεν ο ΓύφτοςΚαι τι θέλετε; — Περαστικοί είμασθε απ' εδώ. — Και πού πάτε τάχατες; — Στα χωράφια μας, είπεν ο Πρωτόγυφτος.

Η τροφή μου ήτο τα άγρια οπωρικά των δένδρων και τα χόρτα και περνώντας τοιαύτην ζωήν ένα ολόκληρον μήνα έξαφνα από ένα λόφον του δάσους διέκρινα ξέμακρα μίαν πολύ μεγάλην πόλιν εις μίαν πεδιάδα ευρύχωρον ποτισμένην από διάφορα ποτάμια και εβασίλευεν εκεί μία παντοτεινή άνοιξις.

Αμέσως προ του χωρίου, παραδείγματος χάριν, υπάρχει μία βρύσις, με την οποίαν είμαι συνδεδεμένος, ως η Μελουσίνη και αι αδελφαί της. — Καταβαίνεις μικρόν λόφον και ευρίσκεσαι έμπροσθεν θόλου, όπου είκοσι περίπου βαθμίδες καταβαίνουν, και εκεί κάτω αναβλύζει το πλέον διαυγές νερό από μαρμαρίνους βράχους.

Ένα κοριτσάκι, θυγάτηρ του αρχαίου λοστρόμου των, την συνώδευσε. Τρεις ώρας έκαμαν ν' αναβώσι τον υψηλόν λόφον. Η ημέρα ήτο ωραία.

Αλλ' επειδή ο Κόχραν δεν ενόμισεν ικανάς όσας παρατηρήσεις έκαμεν από αυτόν τον λόφον και εζήτησε να οδηγηθή πλησιέστερον, ο Καραϊσκάκης διώρισε τον Χατζή Μιχάλην, αρχηγόν του ιππικού, να τον οδηγήση όσον πλησιέστερον ήτον δυνατόν.