United States or Burundi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτος δε αυτός εκυρίευσε την Κύπρον και την καθυπέβαλεν εις φόρον. Κατά του Αμάσιος τούτου εστράτευσεν ο υιός του Κύρου Καμβύσης, έχων μεθ' εαυτού εκ των Ελλήνων τους Ίωνας και τους Αιολείς, εκτός εκείνων των λαών επί των οποίων εβασίλευεν.

Πάντες πέριξ του ωνειροπόλουν εν τη ψυχή των ότι ο Χριστός έμελλε να εκδηλώση την δύναμίν του, ότι θα συνέτριβε την αδικίαν, ότι θα κατέρριπτε τον Νέρωνα εις την άβυσσον και θα εβασίλευεν επί της Οικουμένης. Ο Βινίκιος εκάλυψε το πρόσωπον με τας χείρας του και εκάμφθη. Η σιγή τον περιέβαλεν αιφνηδίως, ως εάν ο τρόμος είχε διακόψει τας παρακλήσεις εις τα στήθη πάντων.

Αιωνία υγρασία εβασίλευεν εκεί κάτω εις τας αραχνιασμένας εκείνας στοάς, υπό τας οποίας ήτο η στίβα των οινοβαρελίων ψυχρά, παγωμένη. Τελευταίον το εμυρίσθησαν και άλλοι οινοπώλαι· και κατά την τελευταίαν δημοπρασίαν παρ' ολίγον να το αφαιρέσουν από τον κυρ- Μιχάλην, αυξήσαντες το ενοίκιον κατά ικανάς εκατοντάδας δραχμών.

Ελθόντας δε τους ηρώτησε πώς ενόησαν το όνειρόν του, και εκείνοι επανέλαβον όσα είχον ειπεί άλλοτε, ήτοι ότι το παιδίον θα εβασίλευεν, εάν έζη και εάν δεν απέθνησκεν άμα γεννηθέν. «Αλλά, επανέλαβεν ο βασιλεύς, το παιδίον ζη, το παιδίον εσώθη· ενώ δε διητάτο εις τους αγρούς, τα άλλα παιδία του χωρίου το εξέλεξαν βασιλέα, και αυτό έπραξεν ό,τι πράττουσιν εκείνοι οίτινες τωόντι είναι βασιλείς.

Ανεγίνωσκε λοιπόν, ή μάλλον ειπείν έβλεπε την Εφημερίδα του ο Κ. έπαρχος, ενώ η κομψή κυρία και το θυγάτριόν της εψιθύριζον ερωταποκρίσεις, ο δε φοιτητής, όρθιος, επερίμενε ν' ανοιχθή η θύρα του ιατρού. Άκρα ησυχία εβασίλευεν εντός της τραπεζαρίας. Αίφνης ηκούσθη έξωθεν διάλογος οπωσούν ζωηρός.

Κατά τους αρχαιοτάτους εκείνους χρόνους το βάρβαρον και αισχρόν έγκλημα της ληστείας εμόλυνε δυστυχώς και την Πελοπόννησον και την στερεάν Ελλάδα. Ο δε νέος Θησεύς, αποφασίσας να μεταβή εκ Τροιζήνος, όπου ανετρέφετο, εις τας Αθήνας, όπου ο πατήρ του εβασίλευεν, έβαλε κατά νουν να εξολοθρεύση όλους τους καθ' οδόν ληστάς επ' αγαθώ της Ελλάδος.

Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.

Μισεύοντας το λοιπόν από την Δαμασκόν επήγε προς το μέρος των Καραϊτών και ήλθεν εις την πόλιν Καρακοράμ, εκεί που εβασίλευεν ο Καπαλκάμ· και φθάνοντας εκεί επήγε και εκόνεψε εις ένα χάνι, και με τα δηνάρια που του είχαν περισσεύσεί έκαμεν ένα φόρεμα και ένα φακιόλι, κατά την συνήθειαν του τόπου.

Ο Αλβέρτος μου υπεσχέθη ευθύς μετά το δείπνον να είναι με την Καρολίναν εις τον κήπον, που ήτο κατασκευασμένος εν είδει αμφιθεάτρου. Εστεκόμουν εις το επάνω μέρος, κάτω από τις υψηλές καστανιές, και έβλεπα προς τον ήλιον, που τώρα για τελευταία φορά μου εβασίλευεν εις την αγαπητήν κοιλάδα, εις το γλυκό ποτάμι.

Τας ημέρας του Πάσχα, και δύο εβδομάδας ακόμη οψιμότερα, ήτο φόβος και τρόμος να τολμήση τις να περάση από την γειτονιάν, εις την οποίαν εβασίλευεν διά του τρόμου ο Μούτρος. Οι πιστολισμοί έπιπτον αδιάλειπτοι. Μίαν Κυριακήν, ο Μούρος μεθυσμένος είχε κάμει παραπολλάς αταξίας εις τον δρόμον.