United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αλβέρτος μου υπεσχέθη ευθύς μετά το δείπνον να είναι με την Καρολίναν εις τον κήπον, που ήτο κατασκευασμένος εν είδει αμφιθεάτρου. Εστεκόμουν εις το επάνω μέρος, κάτω από τις υψηλές καστανιές, και έβλεπα προς τον ήλιον, που τώρα για τελευταία φορά μου εβασίλευεν εις την αγαπητήν κοιλάδα, εις το γλυκό ποτάμι.

Εκύτταζα τριγύρω, αχ! και ο καιρός, που η καρδιά μου ήτο μόνη, ξαναέζησε τώρα μπροστά μου. — Αγαπητή βρύση, είπα, από τότε δεν αναπαύθηκα πλέον εις τη δροσιά σου, γλήγορα επερνούσα και κάποτε μήτε σε εκύτταζα. — Παρετήρησα κάτω, και είδα ότι η Αμαλίτσα πολύ προσεκτικά έπαιρνε με ένα ποτήρι νερό. — Εκύτταξα την Καρολίναν, αισθάνθηκα τι ήταν αυτή για μένα.

Προσβλέπει την Καρολίναν μειδειώσα, υψώνει απειλητικώς το δάκτυλο, και δύο φοράς στρεφομένη αναφωνεί το όνομα «Αλβέρτος» με σημαντικόν τόνον. Εν ενί λόγω εταράχθην, τα έχασα, και εισήλθα κατά λάθος μεταξύ άλλου ζεύγους, ώστε επήλθε μεγάλη σύγχυσις, και εχρειάσθη εκ μέρους της Καρολίνας όλη η παρουσία του πνεύματος και τράβηγμα απ' εδώ κι' απ' εκεί διά να επανέλθη γρήγορα η τάξις.

Θα περάση μερικάς ημέρας εις την πόλιν κοντά σε μία καλή κυρία, η οποία κατά το λέγειν των ιατρών πλησιάζει εις το τέλος της κατά τας τελευταίας αυτάς στιγμάς επιθυμεί να έχη κοντά της την Καρολίναν. Επήγα την παρελθούσαν εβδομάδα μαζί της, και επισκεφθήκαμε τον ιερέα Σ . . . ., ενός χωρίου, το οποίον κείται μίαν ώραν μακρυά στα βουνά. Εφθάσαμεν εκεί περί τας τέσσαρας.

Γενικό γέλοιο και θόρυβος ετελείωσε το παιγνίδι, πριν μετρηθή ακόμη το χίλια. Οι πλέον σχετικοί ετράβηξαν ο ένας τον άλλον κατά μέρος, η καταιγίς επέρασε, εγώ δε ακολούθησα την Καρολίναν εις την αίθουσαν.

Δεν θα σου κακοφανή, λοιπόν, όταν παραδέχωμαι όλον τον συλλογισμόν σου, και όμως ζητώ να ξεφύγω από το είτεείτε. Είτε έχεις ελπίδα, λέγεις διά την Καρολίναν, είτε δεν έχεις καμμίαν. Καλά!

Όταν εξέρχωμαι διά της πύλης στο δρόμο, που για πρώτη φορά επέρασα με άμαξα, για να πάρω την Καρολίναν εις τον χορό, πόσον αυτά ήσαν όλως διαφορετικά! Όλα, όλα παρήλθαν! Κανέν σημείον του παρελθόντος κόσμου, κανένας παλμός του τότε αισθήματός μου.

Η Καρολίνα είχε πάρει μαζί την δευτερότοκον αδελφήν της. Όταν εισήλθαμεν εις την αυλήν της οικίας του ιερέως την σκιαζομένην από δύο υψηλές καρυδιές, εκάθητο ο καλός γέρων εις ένα σκαμνί προ της θύρας της οικίας, και όταν είδε την Καρολίναν εφάνη ως εκ νέου ζωογονηθείς ελησμόνησε την πατερίτσα του, και αγωνίσθηκε να σηκωθή εις προϋπάντησίν της.

Ακολούθως μάλιστα τούτο έγινε φανερώτατον διότι όταν η Φρειδερίκα στον περίπατον επήγαινε με την Καρολίναν, ενίοτε δε και με εμέ, το πρόσωπον του κυρίου, το οποίον άλλως ήτο μελαχροινού χρώματος, έγινε τόσω σκυθρωπόν, ώστε ήτο καιρός να με τραβήξη η Καρολίνα από το μανίκι και να μου δώση να καταλάβω ότι εδείχθην παρά πολύ περιποιητικός προς την Φρειδερίκαν.

Πόσον συχνά εστεκόμουν μ' αυτήν εδώ, και ατενίζαμεν το αυτό λαμπρόν θέαμα, και τώρα. — Πηγαινοερχόμουν εις την δενδροστοιχίαν, η οποία μου ήτο τόσον αγαπητή· κάποια μυστηριώδης συμπάθεια τόσον συχνά με εκράτει εδώ, πριν γνωρίσω την Καρολίναν, και πόσον εχάρημεν, όταν εις την αρχήν της γνωριμίας μας απεκαλύψαμεν την αμοιβαίαν κλίσιν προς την μικράν αυτήν τοποθεσίαν!